αρθρογραφία

συμπτώματα δυσκολιών στα παιδιά

Αρκετές φορές ως γονείς και ως εκπαιδευτικοί παρατηρούμε στα παιδιά επιδόσεις ή συμπεριφορές που συγκριτικά με τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας τους δείχνουν να δυσκολεύονται ή να διαφέρουν σε κάποιο βαθμό. Πολλές φορές τείνουμε να δικαιολογούμε ή να παραβλέπουμε αυτές τις διαφορές πιστεύοντας ότι το παιδί ''θα καταφέρει'' ή ''θα φτάσει'' σε κάποια ικανότητα/δεξιότητα σε ένα δεύτερο χρόνο. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι φορές που αυτά που παρατηρούμε ως ενήλικες αποτελούν πρώιμες ενδείξεις μιας δυσκολίας στο παιδί, που αν δεν υπάρξει βοήθεια από ειδικό επιστήμονα, μπορεί να χαθεί σημαντικός χρόνος από την παιδαγωγική παρέμβαση και αποκατάσταση.


Παρακάτω, παρατίθενται βασικά συμπτώματα ορισμένων δυσκολίων που αποτελούν ενδείξεις που καλό είναι να προβληματίσουν τον ενήλικα που έχει την ευθύνη των παιδιών.

Δυσκολίες στην Ανάγνωση

  • διαβάζει αργά, συλλαβιστά, με κόπο
  • δεν έχει χρωματισμό κατά την ανάγνωση
  • απλοποιεί, αντιστρέφει, μετακινεί συλλαβές και συμφωνικά συμπλέγματα, αντικαθιστά ολόκληρες λέξεις π.χ. βαθύ-βαφύ, κουβέρτα-κουρτίνα
  • δε χρησιμοποιεί τα σημεία στίξης
  • δυσκολία στην οπτική διάκριση γραμμάτων που μοιάζουν μεταξύ τους π.χ. φ-θ
  • χάνουν τη σειρά στην ανάγνωση
Δυσκολίες στη Γραφή
  • γράφει ακατάστατα και ακανόνιστα στο χαρτί
  • κάνει δυσανάγνωστα γράμματα
  • αφήνει μεγάλα κενά ανάμεσα στις λέξεις ή δεν αφήνει κενό ανάμεσα στις λέξεις
  • δυσκολεύεται να γράψει πάνω στη γραμμή
  • δυσκολία στον έλεγχο των μυικών κινήσεων
  • ανάμειξη κεφαλαίων και μικρών γραμμάτων
  • πλάγια γραφή, σφίξιμο δαχτύλων, δυσκολία στη λαβή του μολυβιού
Δυσκολίες στην Ορθογραφία
  • δυσκολεύεται να μάθει τους γραμματικούς κανόνες της γλώσσας και να τους μεταφέρει στη γραφή του
  • δυσκολία στο χωρισμό των λέξεων
  • δυσκολία στην αναπαραγωγή της ακουστικής μορφής των γραμμάτων, λέξεων
  • αντιστροφές, παραλείψεις γραμμάτων, αντικαταστάσεις λέξεων
Δυσκολίες στην Κατανόηση Κειμένου
  • δυσκολεύεται να κατανοήσει το περιεχόμενου αυτού που διαβάζει (πρόταση, παράγραφο, κείμενο)
  • δυσκολία στην αφήγηση του κειμένου ή στην απάντηση σε ερωτήματα σχετικά με το κείμενο
Δυσκολίες στα Μαθηματικά
  • δυσκολία στην αναγνώριση των μαθηματικών συμβόλων
  • δυσκολία στην αντιγραφή των αριθμών
  • δυσκολία στην απομνημόνευση της προπαίδειας
  • δυσκολία στην καταμέτρηση δίχως τη χρήση των δαχτύλων
  • δυσκολία στο νοερό υπολογισμό μαθηματικών πράξεων
  • δυσκολία στην εκτέλεση των μαθηματικών πράξεων
  • δυσκολία στην κατανόηση των μαθηματικών εννοιών και των αφηρημένων εννοιών π.χ. χρόνος, κατεύθυνση
  • δυσκολία στην ανάκληση αριθμών
  • δυσκολία στον προσανατολισμό
  • δυσκολίες σε ενέργειες που απαιτούν λογική σειρά πράξεων
Δυσκολίες στο Χωροχρονικό Προσανατολισμό
  • δυσκολεύεται ή αδυνατεί να μάθει ή να ανακαλέσει τους μήνες, τις εποχές, τις ημέρες της εβδομάδας με σωστή σειρά
  • δυσκολεύεται να μάθει την ώρα και να οργανώσει το πρόγραμμα της ημέρας του
  • δυσκολία στη διάκριση ''δεξί-αριστερό'', ''πάνω-κάτω'', ''μέσα-έξω'', κ.τ.λ.
  • δυσκολεύεται να τοποθετήσει το σώμα του μέσα στο χώρο
  • δυσκολεύεται να τοποθετήσει τα γράμματα σε μία σειρά
Δυσκολίες στην Κίνηση
  • δυσκολία στην ελεύθερη κίνηση των άκρων
  • μείωση μυικής ισχύος ή σύσπασης
  • δυσκολία στο βάδισμα
  • περπατά υπερβολικά αργά και η κίνηση εκτελείται με δυσκολία σε πιο γρήγορη ταχύτητα
  • δυσκολεύεται στο ανεβοκατέβασμα σκαλοπατιών
  • έχει δυσκολία στην ισορροπία
  • κουράζεται πολύ εύκολα
  • δυσκολεύεται στην εκμάθηση νέων κινητικών δραστηριοτήτων
  • η κίνησή του στο χώρο δείχνει ασυντόνιστη, δίχως ρυθμό και σκοντάφτει συχνά πάνω σε αντικείμενα
  • παρουσιάζει αδεξιότητα σε δραστηριότητες αυτοεξυπηρέτησης, π.χ. πιάσιμο κουταλιού, ντύσιμο-γδύσιμο, κ.τ.λ.
  • δυσκολία στη λαβή του μολυβιού
  • δυσκολία στη διάκριση ''δεξί-αριστερό''
  • κακή στάση σώματος στο θρανίο
  • δυσκολίες στην αντίληψη του χώρου
  • δυσκολία στη γραφή

Δυσκολίες στην Προσοχή και τη Συγκέντρωση

  • δείχνει ανήσυχο και υπερκινητικό
  • δε μπορεί να μείνει στο ίδιο μέρος για πολύ ώρα
  • δε μπορεί να αφοσιωθεί σε μία δραστηριότητα και να την ολοκληρώσει
  • στριφογυρίζει νευρικά, μιλά ασταμάτητα, διακόπτει τους άλλους όταν μιλούν
  • εμφανίζει παρορμητικότητα και συχνά ενεργεί δίχως να σκέφτεται
  • δε μπορεί να περιμένει τη σειρά του μέσα στην τάξη, σε συζήτηση, σε παιχνίδια ή σε οποιαδήποτε κοινωνική συνθήκη
  • δυσκολεύεται να ακολουθήσει οδηγίες
  • δυσκολεύεται στην οργάνωση του χώρου και του χρόνου
  • χάνει ή ξεχνάει πράγματα
  • ασχολείται με επικίνδυνες δραστηριότητες π.χ. σκαρφαλώνει, πηδά από ψηλά μέρη
  • κινεί ακατάπαυστα τα χέρια ή τα πόδια του


Δυσκολίες στο Λόγο και την Ομιλία

  • δυσκολία στην παραγωγή και κατανόηση του λόγου
  • αδυναμία κατανόηση σύνθετων προτάσεων ή οδηγιών
  • αδυναμία κατανόησης πολλαπλών νοημάτων μιας λέξης, μεταφορών, παρομοιώσεων
  • λάθη στη σύνταξη
  • δυσκολία στην επιλογή και χρήση κατάλληλης λέξης κατά την ομιλία
  • παραλείψεις άρθρων, υποκειμένων, αντικειμένων
  • φτωχό λεξιλόγιο
  • δυσκολία στην ακολουθία και στους χρόνους των ρημάτων
  • παρουσιάζει ιδιαιτερότητα στη χρήση του λόγου


Δυσκολίες στην Ακοή

  • δυσκολεύεται να ξεχωρίσει τις λέξεις που ακούει
  • μιλάει ''μέσα από το στόμα του''
  • δυσκολεύεται να κατανοήσει αυτά που λέει ο συνομιλητής του
  • συνηθίζει να ακούει μουσική ή να βλέπει τηλεόραση σε μεγάλη ένταση
  • μιλά συνήθως μεγαλόφωνα
  • αποφεύγει να συνομιλεί με τους άλλους


Δυσκολίες στην Όραση

  • πόνος ή κούραση στα μάτια
  • θαμπή όραση
  • δάκρυσμα ματιών ή ξηροθφαλμία
  • δυσκολία διάκρισης χρωμάτων
  • τα μάτια δεν είναι ευθυγραμμισμένα
  • παρουσία λευκής κόρης
  • αποφεύγει να διαβάζει
  • δυσκολεύεται στην αντιγραφή από τον πίνακα
  • δυσκολεύεται να διακρίνει λεπτομέρειες σε μία εικόνα
  • δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί
  • έχει μάτια κουρασμένα ή ερεθισμένα
  • παραπονιέται για ζαλάδες ή πονοκεφάλους

Συμπτώματα Δυσκολιών στο Νηπιαγωγείο

  • δυσκολίες στην κατανόηση του προφορικού λόγου
  • δείχνει αδιαφορία στον ακουστικό λόγο
  • δυσκολία στην κατανόηση οπτικών οδηγιών και αναγνώριση διαφορών
  • προβλήματα στην κατανόηση κανόνων
  • δυσκολία σύγκρισης πραγμάτων και κατανόηση ακολουθίας ιστοριών
  • δυσκολία στην περιγραφή εικόνων
  • παρουσιάζει φτωχό λεξιλόγιο
  • δείχνει να αδιαφορεί ή να αποφεύγει τα ομαδικά προφορικά παιχνίδια
  • δυσκολεύεται στην αυτοεξυπηρέτησή του
  • παρουσιάζει αδεξιότητα στο λεπτό κινητικό συντονισμό π.χ. να κόψει, να κρατήσει, να πιέσει, κ.τ.λ.
  • δυσκολεύεται να θυμηθεί πράγματα που έχει ακούσει ή έχει δει
  • δείχνει να έχει αργό ρυθμό στην αντίληψή του
  • δυσκολία αναγνώρισης κοινών λέξεων ή ήχων από ανθρώπους, μηχανήματα, κ.τ.λ.
  • παρουσιάζει δυσνόητο λόγο
  • δυσκολεύεται να απαντήσει σε ερωτήσεις π.χ. ''τί έκανες σήμερα το μεσημέρι;''
  • παρουσιάζει δυσκολία στην αναπαραγωγή μιας ιστορίας που άκουσε
  • δυσκολεύεται να αναγνωρίσει λέξεις που ομοιοκαταληκτούν
  • δυσκολεύεται να συγκρίνει και να ταιριάξει λέξεις που βασίζονται στους ήχους τους
  • δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τα κεφαλαία από τα μικρά γράμματα
  • αδυνατεί να ''διαβάζει'' από μνήμης ορισμένα παραμύθια
  • δυσκολεύεται να αναγνωρίζει ορισμένα γράμματα οπτικά
  • δυσκολεύεται να γράψει το ονοματεπώνυμό του
  • αδυνατεί να γράψει σχετικά ευανάγνωστα τα πεζά και κεφαλαία γράμματα
  • δυσκολεύεται να προσδιορίσει αντικείμενα σύμφωνα με τη χρήση τους και να πει από τί είναι φτιαγμένα
  • δυσκολία στη διάκριση ''δεξί-αριστερό'', ''πάνω-κάτω'', ''μέσα-έξω'', κ.τ.λ.
  • δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τα κέρματα
  • παρουσιάζει δυσκολίες στις αντίθετες λέξεις, στην κατανόηση του ''ίδιο-διαφορετικό''
  • δε χρησιμοποιεί σωστά τους χρόνους στον προφορικό του λόγο
  • αδυνατεί να παραμείνει προσηλωμένο σε μία δραστηριότητα για τουλάχιστον 10 λεπτά
  • δεν έχει σωστή άρθρωση
  • αποφεύγει να μιλάει όταν του απευθύνονται ή απαντά μονολεκτικά
  • κάνει γραμματικά και συντακτικά λάθη στον προφορικό του λόγο
  • δυσκολεύεται να ονομάζει τις μέρες της εβδομάδας, τις εποχές, κ.τ.λ.
  • παρουσιάζει δυσκολία στην καταμέτρηση έως το 20
  • δεν γνωρίζει τις έννοιες ''χθες, σήμερα, αύριο'', κ.τ.λ.
  • δείχνει να μην ακούει όταν του απευθύνονται
  • δε κοιτάει αυτόν που του μιλά ούτε ανταποκρίνεται όταν φωνάζουν το όνομά του
  • επαναλαμβάνει τα ίδια πράγματα συνέχεια
  • η χροιά της φωνής του είναι επίπεδη δίχως συναίσθημα
  • δείχνει να έχει ''εμμονή'' με συγκεκριμένα θέματα, π.χ. καιρός, μουσική, κ.τ.λ.
  • συνηθίζει να αναστατώνεται υπερβολικά από έντονους ήχους ή άλλα γεγονότα
  • δυσκολεύεται να συνάψει σχέσεις με τους συμμαθητές του
  • συνηθίζει να κάθεται μόνος του δίχως να δείχνει ενδιαφέρον για τις δράσεις της τάξης ή των συμμαθητών του
  • δυσκολεύεται να ακολουθήσει τις ρουτίνες και τις τυπικές συμπεριφορές στην τάξη ή στο σπίτι
  • ενασχολείται έντονα με συγκεκριμένα αντικείμενα και τα αποχωρίζεται με δυσκολία
  • δείχνει έντονες κινητικές στερεοτυπίες, π.χ. παίξιμο δαχτύλων, χτύπημα χεριών-ποδιών, κίνηση ολόκληρου του σώματος, κ.τ.λ.
  • κάνει συχνά ερωτήσεις που δε συμβαδίζουν με την περίσταση
  • προτιμά να κάνει παρέες με ενήλικες παρά με συνομηλίκους
  • συχνά αποτραβιέται, σφίγγεται ή αποφεύγει τη σωματική επαφή
  • δείχνει δυσαρέσκεια σε συγκεκριμένες τροφές, οσμές, υφή υφασμάτων, κ.τ.λ.
  • δυσκολεύεται στις λεπτές κινήσεις των δαχτύλων, π.χ. να πιάσει το μολύβι, να κόψει με το ψαλίδι, να δουλέψει με μικρά αντικείμενα
  • δυσκολεύεται να δέσει τα κορδόνια του, να κουμπώσει τα ρούχα του ή να ακολουθήσει μία οδηγία με τη σειρά
Δυσκολίες στην Κοινωνικοποίηση
  • διστάζει ή αρνείται να συνομιλεί με άτομα γνωστά ή οικεία
  • αποσύρεται ή απομονώνεται όταν υπάρχουν άτομα
  • δεν ανταποκρίνεται όταν κάποιος του απευθύνεται
  • δείχνει να μην ακούει και αγνοείκάποιον όταν του απευθύνεται
  • δεν ανταποκρίνεται στο κάλεσμα με το όνομά του
  • δείχνει να μην αναπτύσσει πρωτοβουλίες όταν βρίσκεται σε μία ομάδα παιδιών
  • συχνά απομονώνεται και ασχολείται επίμονα με συγκεκριμένα παιχνίδια
  • όταν δε του αρέσει κάτι ή δεν επιθυμεί κάτι παρουσιάζει έντονες, και ακατάλληλες για την περίσταση, εκρήξεις αντί να εξηγήσει
  • συχνά δε κοιτά στα μάτια τον συνομιλητή του
  • συχνά δείχνει να μην ανταποκρίνεται ή να αδιαφορεί στα συναισθήματα που εκφράζουν τα άτομα γύρω του
  • δείχνει να μην εκφράζει προσωπικά του συναισθήματα
  • όταν συναναστρέφεται με τα άτομα δείχνει να απαιτεί να γίνονται όλα όπως το επιθυμεί, και αν αυτό δε γίνει αναστατώνεται
  • μιλά ακατάπαυστα δίχως να λαμβάνει υπόψιν τον συνομιλητή του
Δυσκολίες στο Συναίσθημα
  • εμφανίζει έντονο άγχος
  • δείχνει θλιμμένο και συνηθίζει να απομονώνεται
  • δυσκολεύεται να κάνει φίλους
  • μαλώνει με τα αδέλφια ή τους συμμαθητές του
  • δείχνει να φοβάται υπερβολικά και έντονα
  • κλαίει με ευκολία, συνήθως για γεγονότα που δεν αναμένεται από ένα παιδί να κλάψει
  • τρώει υπερβολικά ή αρνείται να φάει
  • καταστρέφει αντικείμενα
  • αυτοτραυματίζεται ή κάνει αυτοκτονικές δηλώσεις
  • συχνά δείχνει να μην ανταποκρίνεται ή να αδιαφορεί στα συναισθήματα που εκφράζουν τα άτομα γύρω του
  • δείχνει να μην εκφράζει προσωπικά του συναισθήματα
Δυσκολίες στη Συμπεριφορά
  • δείχνει συστηματική άρνηση να πάει στο σχολείο
  • συνηθίζει να απομονώνεται από τις δραστηριότητες και τους συνομηλίκους
  • αγνοεί τους κανόνες συμπεριφοράς
  • συνηθίζει να μαλώνει με τα αδέλφια του ή τους συμμαθητές του
  • οι επιδόσεις του στα μαθήματα γίνονται ολοένα και πιο χαμηλές
  • αρνείται να κάνει τις εργασίες του για το σχολείο
  • δείχνει ευερέθιστο, επιθετικό, με ένταση ή άγχος
  • προσκολλάται έντονα στη μητέρα του, σε σχέση με την ηλικία του
  • μιλά άσχημα ή βρίζει
  • κλέβει ή καταστρέφει πράγματα, λέει ψέματα
  • είναι ανήσυχο στον ύπνο ή δε κοιμάται
  • ζηλεύει τα αδέλφια του ή τους συμμαθητές του
  • εκφράζει συχνό και έντονο θυμό
  • όταν δε του αρέσει κάτι ή δεν επιθυμεί κάτι παρουσιάζει έντονες, και ακατάλληλες για την περίσταση, εκρήξεις αντί να εξηγήσει
Τα αδέλφια των παιδιών με ειδικές ανάγκες


Η παρουσία παιδιού με ειδικές ανάγκες στην οικογένεια επιφέρει αλλαγές στη σχέση των μελών της αφού οι απαιτήσεις για τη φροντίδα του παιδιού είναι αυξημένες. 
Συχνά οι γονείς αφοσιώνονται στη φροντίδα του παιδιού με την αναπηρία, όπως είναι το τάισμα, η υγιεινή, η μετακίνηση, αλλά επίσης απαιτεί και πρακτική φροντίδα, όπως μεταφορά από και προς θεραπείες, ιατρούς και ειδικούς. Μια άλλη κατηγορία φροντίδας είναι η συναισθηματική έγνοια του γονιού για το παιδί με ειδικές ανάγκες, η οποία εκδηλώνεται με υπερπροστασία και υπερβολικό ενδιαφέρον.

Τα σχεδόν συνομήλικα αδέρφια χωρίς αναπηρία/δυσκολίες συχνά αφήνονται να μεγαλώσουν αυτοσυντήρητα, χωρίς την ιδιαίτερη φροντίδα και έγνοια των γονιών. Συχνά μάλιστα τους ζητείται να εξυπηρετούν τον/την αδερφό/ή με δυσκολία, υποχρεώνοντας να τον/την παίρνουν μαζί τους και να δρουν αναπόσπαστα από αυτόν. Αυτή η κατάσταση που δημιουργείται από ανάγκη σε μια οικογένεια έχει επιπτώσεις σε όλα τα μέλη της.

Πολλές φορές αυτή η εμπλοκή είναι τόσο σημαντική, που ο υγιής αδερφός γίνεται γονεϊκό υποκατάστατο, με αποτέλεσμα να μην έχει την παιδική ξενοιασιά κι ανεμελιά, παρά να είναι φορτωμένος με ευθύνες και υποχρεώσεις που είναι παραπάνω από τη χρονική και συναισθηματική ηλικία του.
Ένα κοινωνικό χάσμα που εκδηλώνεται είναι μια γενικότερη στάση απομάκρυνσης του υγιούς αδερφού, που συχνά προσπαθεί ν' αποκρύψει την ύπαρξη του ατόμου με ειδικές ανάγκες. Έτσι, τα υγιή αδέρφια ατόμων με ειδικές ανάγκες στην εφηβεία τους δεν καλούν φίλους στο σπίτι και δε μιλούν για τ' αδέρφια τους, ενώ επαναστατούν στις γονεϊκές προτροπές να συμπεριλάβουν τον αδερφό με ειδικές ανάγκες σε κάποια εκδήλωση.

Η έλλειψη σωστής πληροφόρησης και αντικειμενικής γνώσης είναι μεγάλο εμπόδιο στην ψυχική υγεία των ατόμων αυτών ενώ επίσης αποτελεί εμπόδιο και στη σχέση τους με τον/την αδελφό/ή που αντιμετωπίζει δυσκολίες. Τα ευρήματα των επιστημονικών ερευνών δείχνουν ότι στα υγιή αδέρφια ατόμων με ειδικές ανάγκες υπάρχει πληθώρα αρνητικών συναισθημάτων όπως ζήλια, απόρριψη, πίκρα, και ψυχική κούραση. Υπάρχει ανοιχτή έκφραση του παραπόνου των εφήβων προς τους γονείς ότι δεν τους συμπαραστάθηκαν αρκετά και ότι συναισθηματικά βρισκόταν στο περιθώριο. Η ζήλια επικεντρώνεται στο γεγονός ότι οι γονείς πάντα προσέφεραν περισσότερο χρόνο και φροντίδα στον αδερφό με αναπηρία, χωρίς να υπάρχει συνειδητοποίηση ότι χωρίς αυτή την φροντίδα το άτομο με αναπηρία δεν θα μπορούσε να ζήσει.

Το αίσθημα της μοναξιάς και της απομόνωσης συχνά είναι ιδιαίτερα έντονο στον υγιή έφηβο. Το παιδί χρειάζεται την προσοχή του γονιού και κυρίως σε περιόδους έντασης και στρες, όπως όταν ο αδερφός με δυσκολία μπαίνει στο νοσοκομείο, χειρουργείται ή περνάει από ιατρικές εξετάσεις και θεραπείες. Οι γονείς θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στη συμπεριφορά, μεταχείριση και αντιμετώπιση του παιδιού τους (αυτού που δεν αντιμετωπίζει δυσκολίες), αφού τις περισσότερες φορές ενεργούν -άθελά τους- εις βάρος της παιδικής ξεγνοιασιάς και των δικαιωμάτων -ψυχολογικών και συναισθηματικών- που επίσης έχει ανάγκη ο/η αδελφός/ή του παιδιού με δυσκολίες.

Ιδιαίτερα βοηθητική είναι σε αυτές τις περιπτώσεις η συμβουλευτική των γονέων από κάποιον ειδικό επαγγελματία, ο οποίος θα μπορέσει να στηρίξει τους γονείς, να τους κατευθύνει και να τους βοηθήσει να κατανοήσουν βαθύτερα και τις δικές τους ψυχολογικές και συναισθηματικές διακυμάνσεις, που αναμενόμενα υπάρχουν, ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή λειτουργικότητα στο σύστημα της οικογένειας, αποφεύγοντας έτσι προβλήματα που συσσωρεύονται και μελλοντικά ξεσπούν.

Τα ψυχικά οφέλη του υγιούς αδερφού
Τα άτομα που είχαν την εμπειρία να μεγαλώσουν με έναν αδερφό ή αδερφή με ειδικές ανάγκες, έχουν προσκομίσει και οφέλη τα οποία θα διατηρήσουν για όλη τους τη ζωή.

Λόγω των αυξημένων ευθυνών τους και της από νωρίς χαμένης αθωότητάς τους ωριμάζουν γρηγορότερα και γίνονται αξιόπιστοι ενήλικες στους οποίους μπορεί να βασιστεί κανείς.

Αυτά τα άτομα έχουν περισσότερη ανεκτικότητα απέναντι στους άλλους και ιδιαίτερη ανοχή στη διαφορετικότητα. Αισθάνονται συμπόνια για τους άλλους και αντιλαμβάνονται πότε γίνονται διακρίσεις στους πιο αδύναμους και προσπαθούν να το διορθώσουν.

Παιδιά που δεν είναι ευχαριστημένα. Ένα σύγχρονο κοινωνικό φαινόμενο.

Κουραστήκαμε να βλέπουμε γύρω μας παιδιά που δεν είναι ευχαριστημένα με τίποτε, που γκρινιάζουν, που βαριούνται και ξέρουν μόνο να απαιτούν. Ας κάνουμε τη διαφορά στις ζωές των παιδιών μας, για να τα βοηθήσουμε να λειτουργήσουν με επιτυχία σε συναισθηματικό, κοινωνικό και ακαδημαϊκό επίπεδο. Από τη μικρή ηλικία ακόμη ο εύπλαστος εγκέφαλος τους μπορεί να εκπαιδευτεί σε αυτά που χρειάζονται για να ζήσουν μια επιτυχημένη, παραγωγική και ισορροπημένη ζωή.

1) Περιορίζουμε την τεχνολογία και συνδεόμαστε ξανά με τα παιδιά μας συναισθηματικά.Τους κάνουμε μικρές εκπλήξεις βγάζοντάς τα για φαγητό μια καθημερινή, μοιραζόμαστε μαζί τους χαμόγελα, τους βάζουμε μικρά σημειώματα αγάπης και σκέψης στις τσάντες ή κάτω από το μαξιλάρι τους, παίζουμε μαζί τους μαξιλαροπόλεμο, πάμε μαζί για μπάλα, για χορό, για ένα κέρασμα. Τρώμε όλη η οικογένεια τα βράδια, παίζουμε μαζί επιτραπέζια παιχνίδια, βγαίνουμε για ποδήλατο, για περπάτημα ή για εξερευνήσεις.

2) Τους μαθαίνουμε να περιμένουν. Δεν είναι κακό μια στις τόσες να ακούμε να ακούμε τα παιδιά να παραπονιούνται: "βαριέμαι!". Είναι το πρώτο βήμα για να κινητοποιήσουν τη δημιουργικότητά τους. Όταν πρόκειται για προνόμια (χαρτζιλίκι, ηλεκτρονικά μέσα, δώρα, "ελευθερίες") αυξάνουμε βαθμιαία το χρόνο ανάμεσα στο "θέλω" και στο "παίρνω". Περιορίζουμε τη χρήση της τεχνολογίας στο αυτοκίνητο και στα εστιατόρια και, αντί γι αυτά, μαθαίνουμε στα παιδιά να περιμένουν, να παίζουν ή να συζητούν. Περιορίζουμε το συνεχές τσιμπολόγημα διαφόρων σνακ για να παραμένουν απασχολημένα

3) Δεν φοβόμαστε να τους βάλουμε όρια. Τα παιδιά τα χρειάζονται για να γίνουν υγιή και ευτυχισμένα! Έχουμε πρόγραμμα για το φαγητό, τον ύπνο, το χρόνο με τις οθόνες και τα gadget. Σκεφτόμαστε πάντα τι είναι ΚΑΛΟ γι αυτά, όχι τι ΘΕΛΟΥΝ ή ΔΕ ΘΕΛΟΥΝ. Θα μας ευγνωμονούν αργότερα στη ζωή τους. Το να είναι κανείς γονιός είναι πράγμα δύσκολο -χρειάζεται να είναι δημιουργικός και να προσπαθεί με το παιχνίδι, το χιούμορ και τη σταθερότητα να κάνει τα παιδιά να θέλουν ό,τι τα ωφελεί. Που, τις περισσότερες φορές, είναι το τελείως αντίθετο από αυτό που θέλουν. Όλα τα παιδιά χρειάζονται ποιοτική διατροφή, χρόνο με δραστηριότητες έξω από το σπίτι και συνέπεια στην ώρα του ύπνου για να μπορούν την επομένη να είναι σε θέση να πάνε στο σχολείο και να μάθουν χωρίς να είναι αφηρημένα, νευρικά και αγχωμένα.

4) Εξασκούμε από νωρίς τα παιδιά να έχουν υπομονή όταν κάνουν "μονότονες" δουλειές. Είναι η βάση της αυριανής εργατικότητας. Διπλώνουμε μαζί τους ρούχα, τακτοποιούμε μαζί τους τα παιχνίδια, ζητούμε τη βοήθειά τους για να βγάλουμε και να τακτοποιήσουμε τα ψώνια από τις σακούλες, να στρώσουμε το τραπέζι, να ετοιμάσουμε το φαγητό ή το κολατσιό του σχολείου, τους ζητούμε να στρώσουν τα κρεβάτια τους και να βάλουν τα άπλυτά τους στο καλάθι. Γινόμαστε δημιουργικοί και, όσο είναι ακόμη μικρά, προσπαθούμε να το κάνουμε διασκεδαστικό και ενδιαφέρον, έτσι ώστε ο παιδικός εγκέφαλος να το συσχετίσει με κάτι θετικό.

5) Τους διδάσκουμε κοινωνικές δεξιότητες. Μαθαίνουμε στα παιδιά να περιμένουν τη σειρά τους, να μοιράζονται, να χάνουν και να κερδίζουν, να συμβιβάζονται, να επαινούν τους άλλους, να χρησιμοποιούν το "ευχαριστώ" και το "παρακαλώ". Προτιμούμε περισσότερο να τα φέρνουμε σε επαφή με άλλα παιδιά, παρά να τα απασχολούμε με ηλεκτρονικά και τηλεόραση.

Ας σκεφτούμε: έχουμε φτιάξει για τα παιδιά μας έναν τεχνητό κόσμο χωρίς ποιοτική αλληλεπίδραση, χωρίς βαρετές στιγμές, με συνεχή διασκέδαση. Με το που σιωπούν, από μωρά ακόμη, τρέχουμε να τα απασχολήσουμε, γιατί αλλιώς θεωρούμε ότι δεν κάνουμε το καθήκον μας σαν γονείς. Όλος μας ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από αυτά και έχουν άμεσα ό,τι μας ζητούν. Συγχρόνως, είμαστε πολύ απασχολημένοι και τους δίνουμε ψηφιακές συσκευές για να τα απασχολούν αυτές. Οι ενήλικες και τα παιδιά ζούμε σε δυο ξεχωριστές πραγματικότητες: εκείνα στον κόσμο της διασκέδασης κι εμείς στον κόσμο της δουλειάς.

Έχουμε τις καλύτερες προθέσεις -να τα κάνουμε ευτυχισμένα- κι όμως, τα κάνουμε ευτυχισμένα προς το παρόν, αλλά δυστυχισμένα μακροπρόθεσμα. Ας γίνουμε ξανά διαθέσιμοι, με το σωστό τρόπο, γι αυτά. Η συναισθηματική διαθεσιμότητα των γονιών θρέφει όσο τίποτε άλλο την ψυχή και τον εγκέφαλο των παιδιών μας.

Αποφεύγοντας τον εαυτό μας

Οι περισσότεροι από εμάς κρατάμε πάντα κάποια απόσταση από τον εαυτό μας. Δεν ενδιαφερόμαστε πραγματικά για το ποιοί είμαστε ή για το λόγο που φερόμαστε όπως φερόμαστε. Δεν εμπιστευόμαστε τα συναισθήματά μας, τις σκέψεις μας ή τα όνειρά μας. Φοβόμαστε ότι, αν εξετάσουμε τον εαυτό μας από κοντά, θα ανοίξουμε το κουτί της Πανδώρας και θα βγουν από μέσα όλα τα δεινά.

Η αλήθεια όμως είναι ότι μόνο όταν έρθουμε πρόσωπο με πρόσωπο με τους δαίμονές μας μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε. Αν και έχουμε ακούσει χιλιάδες φορές, από φιλοσόφους και ψυχολόγους, το 'γνώθι σ'αυτόν' θεωρούμε ότι είναι κάτι που δε μας αφορά άμεσα, κι έτσι συνεχίζουμε να ζούμε με έναν 'ξένο'. Πώς λοιπόν περιμένουμε να αναλάβουμε ευθύνες για άλλους, όταν δεν έχουμε ακόμα γνωρίσεο τον εαυτό μας;

Δε μπορούμε να κρύβουμε αυτό που είμαστε και να ζητάμε από άλλους ξένους, που κρύβουν επίσης αυτό που είοναι, να μας αγαπούν. Ούτε μπορούμε να περιμένουμε ότι έτσι θα βρούμε την ευτυχία.

Απόσπασμα από το βιβλίο του L.Buscalia ''Γεννημένοι να αγαπάμε'.


λογοθεραπεία

Λογοθεραπεία είναι η επιστήμη που ασχολείται με τις διαταραχές λόγου, φωνής ομιλίας και μάσησης–κατάποσης σε παιδιά και ενήλικες, οι οποίες απορρέουν λόγω νευρολογικών, εξελικτικών ή λειτουργικών διαταραχών. Αποσκοπεί στην ανάπτυξη της εξωλεκτικής και λεκτικής επικοινωνίας, την καθαρότητα της ομιλίας και της φωνής και στην παραγωγή λόγου.

Η λογοθεραπεία ασχολείται με τις παρακάτω διαταραχές του λόγου:

  • Διαταραχές άρθρωσης (δυσαρθρίες, δυσλαλίες)
  • Διαταραχές ρυθμού της ομιλίας (τραυλισμός, ταχυλαλίες, βραδυλαλίες, λογονευρώσεις)
  • Μερικές ή ολικές διαταραχές προφορικής έκφρασης (κωφαλαλία, αλαλία, υστερική αλαλία)
  • Φωνητικές ανωμαλίες (αφωνία, δυσφωνίες, ρινολαλίες)
  • Ανωμαλίες κατανόησης και έκφρασης (αφασίες, νευρολογικές διαταραχές, εγκεφαλικές κακώσεις)


Τι είναι ο λόγος και η ομιλία;
Λόγος είναι η κατανόηση ενός ατόμου, δηλαδή το τι γνωρίζει. Όλες οι αντιληπτικές και οι γνωστικές ικανότητες κατατάσσονται σε αυτόν τον τομέα. Ομιλία είναι η γλωσσική έκφραση. Η γλωσσική έκφραση χαρακτηρίζεται από:

  • Τη φωνολογία, δηλαδή τους φθόγγους της γλώσσας και τους φωνολογικούς κανόνες
  • Τη μορφολογία, δηλαδή το μόρφημα και τους μορφολογικούς κανόνες
  • Τη σύνταξη, δηλαδή τους κανόνες για το συνδυασμό των λέξεων σε προτάσεις
  • Τη σημασιολογία, δηλαδή το νόημα των λέξεων
  • Την πραγματολογία, δηλαδή τους κοινωνικό-γλωσσικούς κανόνες σύμφωνα με τους οποίους χρησιμοποιούμε τη γλώσσα μας.


Τι είναι η φωνή;
Η φωνή είναι το αποτέλεσμα του εκπνεόμενου αέρα από τους πνεύμονες, ο οποίος περνώντας από το λάρυγγα, δονεί τις φωνητικές χορδές με αποτέλεσμα να παράγεται φωνή. Η φωνή χαρακτηρίζεται από τα παρακάτω:

  • Ένταση, δηλαδή τη δύναμη της φωνής
  • Ύψος, δηλαδή τον τόνο της φωνής
  • Ποιότητα, δηλαδή αν η φωνή ακούγεται βραχνή, ασθμαίνουσα, έχει τρέμουλο, σπασίματα, σταθερότητα


Φυσιολογική φωνή, είναι αυτή που έχει τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

  • Η φωνητική νότα έχει καθαρότητα
  • Δεν είναι βραχνή, ασθμαίνουσα ή πιεσμένη
  • Είναι ακουστή ακόμα και σε περιβάλλοντα με υψηλά επίπεδα θορύβου
  • Είναι ανάλογη της ηλικίας και του φύλου
  • Εκπληρεί γλωσσικούς και παραγλωσσικούς ρόλους για την ικανοποίηση του ομιλητή (π.χ. γέλιο)
  • Έχει σταθερότητα και δεν αλλάζει κανένα από τα χαρακτηριστικά της, είτε κατά την έναρξη της φωνής, είτε κατά την συνεχόμενη ομιλία
  • Έχει αντοχή τόση, ώστε να χρησιμοποιείται στην εργασία και στην κοινωνική ζωή, χωρίς να εμφανίζει κόπωση


Τι είναι η επικοινωνία;

Είναι η λεκτική και η μη λεκτική αλληλεπίδραση ενός ατόμου με ένα άλλο. Είναι η ικανότητα ενός ατόμου να δέχεται και να δίνει ερεθίσματα σε ένα άλλο άτομο. Εκδηλώνεται με:

  • το λεκτικό μήνυμα
  • τις εκφράσεις του προσώπου
  • τα νεύματα

Τι είναι η ροή της ομιλίας;
Η ροή του αέρα από τη ρινική κοιλότητα έως τα πνευμόνια καθορίζει τον ρυθμό της ομιλίας ενός ατόμου. Ο ρυθμός ομιλίας εξαρτάται από:

  • Την αναπνοή
  • Την λειτουργική και δομική επάρκεια των δομών που διέρχεται ο αέρας
  • Τη δυνατότητα συντονισμού της φωνής και του αέρα για την παραγωγή φωνημάτων, λέξεων, προτάσεων

Τί είναι ο τραυλισμός;Η διαταραχή στη ροή του λόγου και εμφανίζεται με ασυντόνιστες κινήσεις του μυϊκού συστήματος, της αναπνοής, της φωνής και της άρθρωσης, ενώ παρουσιάζεται στην αρχή ή τη μέση του λόγου σαν επανάληψη συλλαβών, φθόγγων και λέξεων ή σαν ένα επίμονο κόμπιασμα σε έναν φθόγγο.
Τι είναι η σίτιση και η κατάποση;
Είναι η ικανότητα ενός ατόμου, αφού φέρει την τροφή στο στόμα, να την μασήσει και να την καταπιεί. Οι δομές που εμπλέκονται στη διαδικασία της σίτισης και της κατάποσης είναι οι ακόλουθες:

  • Η στοματική κοιλότητα
  • Η φαρυγγική κοιλότητα
  • Ο οισοφάγος



εργοθεραπεία

Η Εργοθεραπεία ως επιστήμη ασχολείται με την προώθηση της υγείας και της ευημερίας μέσω της εμπλοκής στο έργο, παρέχοντας στους ανθρώπους τη δυνατότητα να εκτελέσουν ουσιαστικές και σκόπιμες δραστηριότητες.

Οι Εργοθεραπευτές εργάζονται με άτομα που πάσχουν από ψυχικές, σωματικές, αναπτυξιακές ή/και συναισθηματικές διαταραχές, χρησιμοποιώντας θεραπείες οι οποίες αναπτύσσουν, ανακτούν ή διατηρούν τις δραστηριότητες καθημερινής ζωής των ατόμων. Βοηθούν τα άτομα όχι μόνο να βελτιώσουν τις βασικές κινητικές λειτουργίες τους και τις ικανότητες συλλογιστικής τους. Ο απώτερος στόχος της Εργοθεραπείας είναι να βοηθήσει τα άτομα να έχουν ανεξάρτητη, παραγωγική και ικανοποιητική ζωή. Η ανάκτηση της λειτουργικότητας του ατόμου γίνεται μέσα από ευχάριστες δραστηριότητες, όπως η ζωγραφική, το παιχνίδι, η κεραμική, η ζαχαροπλαστική, το κέντημα, η υφαντική κ.ά.

  • Παιδιατρική Εργοθεραπεία: Συχνά τα παιδιά χρειάζονται υπηρεσίες Εργοθεραπείας για τους ίδιους λόγους που τις χρειάζεται κι ένας ενήλικας. Ωστόσο, οι Εργοθεραπευτές προσεγγίζουν την παρέμβαση με διαφορετικό τρόπο όταν απευθύνονται σε παιδιά. Παρέχουν θεραπευτικές προσεγγίσεις μέσω έργου, και τα έργα ενός παιδιού είναι διαφορετικά από εκείνα ενός ενήλικα, και συμπεριλαμβάνουν το παιχνίδι, τις μικροδουλειές, την αυτοφροντίδα.


Το ζήτημα της υιοθεσίας

Η υιοθεσία αποτελεί μία ενέργεια νομική, κοινωνική και ψυχοσυναισθηματική με πρωταγωνιστή το παιδί. Ένα ''υποψήφιο'' παιδί προς υιοθεσία είναι ένα παιδί που μεγαλώνει δίχως τους βιολογικούς του γονείς ή οι βιολογικοί του γονείς αδυνατούν να ανταποκριθούν στο ρόλο τους. Το γεγονός της υιοθεσίας καλό είναι να γίνεται αντιληπτό ως η ευτυχής συγκυρία ενός παιδιού να βρεθεί στους κόλπους μιας νέας οικογένειας, που θα το δοθεί ένα σταθερό οικογενειακό περιβάλλον, παρά μοναχά η ικανοποίηση ενός άτεκνου ζευγαριού να αποκτήσει ένα παιδί. Ζητήματα υιοθεσίας εμπλέκουν αμιγώς θέματα γονεϊκότητας, όπου παρακάτω θα συζητηθούν εκτενώς.

Η έννοια της γονεϊκότητας ενέχει πολλαπλές διαστάσεις, όπως η βιολογική, η κοινωνική, η συναισθηματική αλλά και η συμβολική. Η γονεϊκότητα και η οικογένεια δεν χαρακτηρίζονται αποκλειστικά από τη βιολογική σχέση καθώς, επίσης, ένα παιδί ''ορίζεται'' εν μέρει από τις βιολογικές καταβολές των γονέων του. Σε μεγάλο βαθμό πλάθεται από τις αλληλεπιδράσεις μαζί με τους γονείς του, τον τρόπο ύπαρξης στο οικογενειακό πλαίσιο και από τις συναισθηματικές σχέσεις που θα προκύψουν μεταξύ τους. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού αποτελούν το βιολογικό αλλά και το ψυχοσυναισθηματικό περιβάλλον του, μέσα στο οποίο διαμορφώνεται και αναπτύσσεται. Έτσι, καμία βιολογική λειτουργία στο παιδί δεν αρκεί ή επαρκεί αν δεν επενδυθεί συναισθηματικά από το ''φροντιστή'' του, αλλά και καμία ψυχική επικοινωνία δεν υφίσταται ως μια άυλη μορφή, όταν δε συνοδεύεται και με σωματικές εκδηλώσεις (χάδια, φιλιά) ή από τη γλώσσα.

Η ειλικρίνεια και η σαφήνεια σχετικά με την καταγωγή και την ιστορία του παιδιού θέτουν μία σταθερή βάση για την υγιή του δόμηση αλλά του οικογενειακού πλαισίου, μέσα στο οποίο ζει και μεγαλώνει το παιδί. Η οικογένεια απαλλάσσεται από την αμήχανη συσσώρευση ψευδών πληροφοριών, οι οποίες αποδιοργανώνουν και κλονίζουν τα αισθήματα εμπιστοσύνης και ασφάλειας του παιδιού. Ωστόσο, είναι πλέον κοινά αποδεκτό στην επιστημονική κοινότητα πως τα υιοθετημένα παιδιά πρέπει να ενημερώνονται όσο το δυνατόν νωρίτερα για την υιοθεσία τους.

Η ενημέρωση των παιδιών καλό είναι να γίνεται με απλά λόγια από τους γονείς, σαν μία ιστορία καταγωγής και ένταξης του παιδιού σε μία οικογένεια, η οποία έχει και αυτή τη δική της ιστορία. Οι γονείς είναι σημαντικό να είναι 'ανοιχτοί' στις ερωτήσεις του παιδιού, συζητώντας με άνεση και φυσικό τρόπο. Ειδάλλως, το γεγονός της υιοθεσίας τείνει να γίνει ένα μυστικό οικογενειακό, φορτισμένο με ενοχές και αισθήματα ντροπής,που στη συνέχεια θα επηρεάζει αρνητικά τις σχέσεις μεταξύ γονέων και παιδιού. Άλλωστε, το παιδί θα καταφέρει να αντιληφθεί και να διαισθανθεί από τη σιωπή ή τις διάφορες συζητήσεις των ενηλίκων πώς υπάρχει κάποιο μυστικό, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που το ενδιαφερόμενο παιδί έχει μάθει για την υιοθεσία του από τρίτους. Τέτοιου είδους καταστάσεις κλονίζουν σοβαρά την εμπιστοσύνη του παιδιού απέναντι στους γονείς του αλλά και δημιουργούνται και αναστολές στην ψυχονοητική του ανάπτυξη.

Η περίοδος της εφηβείας αποτελεί περίοδο έντονης αναζήτησης αφού ο έφηβος διερευνά και επιθυμεί να μάθει περισσότερα για την καταγωγή του, τους βιολογικούς του γονείς, να έρθει σε επαφή και να γνωρίσει την ιστορία του. Για τους γονείς αυτή η αναζήτηση του εφήβου, πολλές φορές εκλαμβάνεται ως αμφισβήτηση του γονεϊκού τους ρόλου και της αγάπης τους. Στις συζητήσεις που θα προκύψουν με τον έφηβο, είναι σημαντικό οι γονείς να διαφυλάξουν την αξιοπρέπεια των βιολογικών γονέων του παιδιού, κυρίως στο τόσο σημαντικό ερώτημα που θα τεθεί: ''γιατί με εγκατέλειψαν''. Ορισμένες φορές, άλλωστε, οι γονείς εγκαταλείπουν τα παιδιά τους σε κάποιο ίδρυμα ή το δίνουν για υιοθεσία γιατί αυτό αποτελεί την καταλληλότερη και ασφαλέστερη λύση για το μέλλον του παιδιού τους. Πολλές φορές, λοιπόν, μία πράξη εγκατάλειψης μπορεί να ειδωθεί ως μία πράξη αγάπης.

Το υιοθετημένο παιδί πρέπει να μας ενδιαφέρει πρωτίστως ως παιδί και όχι ως υιοθετημένο παιδί. Άλλωστε, δεν υπάρχει μόνο του αλλά βρίσκεται μέσα σε μία σχέση. Σε μία οικογενειακή δυναμική σχέση, όπως όλα τα παιδιά.

Το παιδί μπροστά στο διαζύγιο των γονιών του

Τα τελευταία χρόνια το ποσοστό των ζευγαριών που χωρίζουν έχει αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε το διαζύγιο να αποτελεί μέρος της κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτές οι αλλαγές σηματοδοτούν και μετατροπές στη δομή της οικογένειας, μαζί με τροποποιήσεις που αφορούν τις αξίες και τις συνήθειες. Πολλά είναι τα παιδιά που μεγαλώνουν με τον έναν γονέα ή μέσα σε μια καινούργια οικογένεια που έχει δημιουργήσει ένας από τους δύο γονείς. Τέτοιες καταστάσεις από μόνες τους αποτελούν πηγή δυσκολιών για τα παιδιά και τους γονείς έχοντας, παράλληλα, να αντιμετωπίσουν και τις κοινωνικές προκαταλήψεις μιας τέτοιας συνθήκης.

Είναι κοινά αποδεκτό ότι ένα παιδί χρειάζεται και τους δύο γονείς του ώστε να μπορεί να έχει μία ικανοποιητική σχέση με εκείνους και να εξελιχθεί. Ωστόσο, μία συμβίωση και με τους δύο γονείς μπορεί να αποβεί δυσλειτουργική τη στιγμή που υπάρχουν έντονες συγκρούσεις μεταξύ των γονιών. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η λήξη μιας σχέσης συχνά μοιάζει να λειτουργεί αποτελεσματικότερα, τόσο για τους γονείς όσο και για το παιδί. Άλλωστε, έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά διαζευγμένων γονιών είναι πιο προσαρμοσμένα από τα παιδιά που ζούνε και με τους δύο γονείς αλλά υπάρχουν συνεχείς συγκρούσεις.
Η διάλυση μιας οικογένειας από μόνη της δεν είναι αυτή που μπορεί να προκαλέσει ενδεχόμενα προβλήματα ψυχοπαθολογίας αλλά οι συνθήκες του διαζυγίου, οι αλλαγές που προκύπτουν στη ζωή του παιδιού και τις δυνατότητες συνεργασίας και επικοινωνίας των γονιών. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η σχέση που έχει αναπτυχθεί μεταξύ των γονιών και του παιδιού αλλά και οι σχέσεις των γονέων πριν και μετά το διαζύγιο.

Συνήθως, οι δυσκολίες που εντοπίζονται στα παιδιά σε συναισθηματικό και κοινωνικό επίπεδο σχετίζονται με προβλήματα που προυπήρχαν, όπως το δυσμενές περιβάλλον, τα προβλήματα των γονέων, η αναποτελεσματικότητα του γονεικού ρόλου, τα χαρακτηριστικά του παιδιού, τα χαρακτηριστικά της οικογενειακής δομής. Έτσι, ένας συνδυασμός ανάλογων προβλημάτων με τα παραπάνω είναι πιθανότατα το αίτιο των δυσκολιών παρά το διαζύγιο αυτό καθ' αυτό. Είναι σκόπιμο, λοιπόν, να διαχωρίζουμε το διαζύγιο από τη συζυγική σύγκρουση.

Πολλοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι παιδιά που ζούνε μέσα σε ένα περιβάλλον με πολλές, συχνές και έντονες συγκρούσεις αντιμετωπίζουν το διαζύγιο ως μία λύση που θα προσφέρει ανακούφιση. σε κάθε περίπτωση, όμως, το κλίμα συγκρούσεων των γονέων του παιδιού αποτελεί απειλή για την προσωπική συνοχή του παιδιού. Μάλιστα, όσο πιο έντονοι είναι οι καβγάδες, κα ιδιαίτερα όταν περιλαμβάνουν και το παιδί, όταν το παιδί εμποδίζεται να συνάψει ικανοποιητική σχέση με τουλάχιστον έναν από τους δύο γονείς, επιδεινώνουν την κατάσταση. Το παιδί, πολλές φορές, χρησιμοποιείται ως συνένοχος, ως μάρτυρας ή αποδίσοντας ευθύνη σε εκείνο. Όταν, μάλιστα, τέτοιες καταστάσεις συνεχίζονται και μετά το διαζύγιο οι επιπτώσεις στο παιδί είναι σοβαρότερες.

Η νέα κατάσταση μετά το διαζύγιο επιφέρει αλλαγές κοινωνικές και οικονομικές που επηρεάζουν και το γονιό που μένει μόνος του με το παιδί. Η μείωση του οικογενειακού εισοδήματος, η οποία είναι από τις συνήθεις αλλαγές, οι αντιξοότητες που αντιμετωπίζει η μητέρα που μένει με το παιδί μόνη της, είναι από τους σημαντικότερους παράγοντες που επηρεάζουν την προσαρμογή του παιδίού.Επιπρόσθετα, η απώλεια της οικονομικής συμβολής του πατέρα, η πολύωρη εργασία της μητέρας, η οικονομική πίεση, ο λιγοστός χρόνος που διατίθεται προς το παιδί και η παραμέλησή του, ορισμένες φορές, ενδέχεται να επιβαρύνουν την ήδη δυσάρεστη κατάσταση.

Ένας άλλος παράγοντας που είναι εξίσου σημαντικός είναι η ψυχική κατάσταση του γονιού που μένει με το παιδί και η αποτελεσματικότητά του ως γονέα. Ο χωρισμός αποτελεί τραυματική εμπειρία και για τους ίδιους τους γονείς, ο οποίος πλήττει την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και στους άλλους. Έχει βρεθεί ότι στις μονογονεικές οικογένειες οι μητέρες είναι συνήθως λιγότερο αποτελεσματικές στην διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους, έχουν λιγότερες απαιτήσεις και δυσκολεύονται να επιβληθούν. Συνεπώς, η διαφοροποίηση στην ανατροφή μπορεί να συμβάλλει στην εμφάνιση προβλημάτων στο παιδί. Είναι πολύ σημαντικό ο γονέας που μεγαλώνει μόνος του το παιδί του να έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του, να νιώθει ικανός να ελέγχει μία κατάσταση και να είναι αποτελεσματικός στον γονεικό του ρόλο, δημιουργώντας παράλληλα ένα δίκτυο κοινωνικών σχέσεων.

Ο ρόλος του πατέρα και η σχέση με το παιδί του θεωρείται κρίσιμη για την παρουσία ή απουσία προβληματικών συμπεριφορών, και ιδιαίτερα στα αγόρια. Μετά το διαζύγιο, οι πατεράδες συνήθως απομακρύνονται από την οικογένεια και εμπλέκονται λιγότερο στην ανατροφή του παιδιού. Όταν συναντιέται με το παιδί του συμπεριφέρεται περισσότερο φιλικά παρά ως γονιός. Ωστόσο, το παιδί έχει ανάγκη του γονεικού ρόλου του πατέρα, που σκοπό δε θα έχει μόνο να το διασκεδάζει αλλά να το στηρίζει, να το καθοδηγεί, να το ενθαρρύνει, να το συμβουλεύει και να το οριοθετεί. Συχνά, δυστυχώς, οι πατεράδες δε καταφέρνουν να ανταποκριθούν σε αυτό το ρόλο.

Ο τρόπος με τον οποίο ένα παιδί κατανοεί και αντιμετωπίζει το διαζύγιο των γονιών του εξαρτάται από το ηλικιακό στάδιο που βρίσκεται όταν αυτό το γεγονός λαμβάνει χώρα. Ιδιαίτερα ευαίσθητη είναι η περίοδος των πρώτων τεσσάρων ετών εξ αιτίας της εξάρτησης των παιδιών από τους γονείς του. Μία αρχική αντίδραση απέναντι σε αυτή την κατάσταση είναι το άγχος και η αβεβαιότητα για το μέλλον και αυτό γιατί το παιδί όσο πιο μικρό είναι τόσο λιγότερο είναι σε θέση να επεξεργαστεί τα γεγονότα.

Στο οιδιποδειακό στάδιο το παιδί βλέποντας τους γονείς του να καβγαδίζουν νιώθει ενοχές αιθανόμενο ότι χωρίζει τους γονείς του για να κατακτήσει τον γονέα του αντίθετου φύλου. Τα παιδιά που τελικώς μένουν με τον γονέα του αντίθετου φύλου, μετά το διαζύγιο, παρουσιάζουν μεγαλύτερα προβλήματα. Ο εγωκεντρισμός που χαρακτηρίζει τα παιδιά σε μικρή ηλικία τα εμποδίζει να κατανοήσουν την κατάσταση που βιώνουν και συνήθως συνδέει την απομάκρυνση του άλλυ γονέα με τις δικές του ενέργειες και επιθυμίες. Τα συμπτώματα που μπορεί να παρουσιαστούν στο παιδί είναι θυμός, παλινδρόμηση στον έλεγχο των σφιγκτήρων, διαταραχές στον ύπνο, επιθετικότητα, κατάθλιψη, παράπονα, δυσκολία στις κοινωνικές σχέσεις, κ.ά.

Κατά τη σχολική ηλικία η απόδοση ευθύνης στον εαυτό είναι έντονη. Δυσκολεύονται να κατανοήσουν τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις των γονέων νιώθωντας ανασφάλεια. Συχνά ντρέπονται γι'αυτό που συμβαίνει στην οικογένειά του και πολλές φορές αποσύρονται ή απομονώνονται. Άλλα παιδιά εκτονώνουν τα συναισθήματα του θυμού, του φόβου και της θλίψης με προβληματικές συμπεριφορές, όπως επιθετικότητα, θυμό, χαμηλές επιδόσεις στο σχολείο.

Στην εφηβική ηλικία υπάρχει η δυνατότητα κατανόησης των δυσκολιών που προκύπτουν στη σχέση των γονιών, από αναπτυξιακή σκοπιά. Παρ' όλ' αυτά, λόγω της κρίσης ταυτότητας που περνούν οι έφηβοι έχουν την ανάγκη να βρίσκονται σε ένα σταθερό και ασφαλές περιβάλλον, με γονεϊκά πρότυπα και υποστηρικτική συμπεριφορά. Μετά το διαζύγιο παρατηρούνται χαμηλές επιδόσεις στα σχολικά μαθήματα, στη συμπεριφορά, κάνουν συχνές απουσίες, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, παρατηρούνται συμπεριφορές παραίτησης ή έντονης διεκδίκησης.

Το διαζύγιο ανεξάρτητα από την ηλικία που βιώνεται αποτελεί ένα τραυματικό γεγονός. Ο τρόπος με τον οποίο θα αντιμετωπίσουν οι γονείς το γεγονός είναι και αυτός που θα βοηθήσει τις σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας και την προσαρμογή του παιδιού. Η έγκαιρη αντιμετώπιση των προβληματικών συμπεριφορών του παιδιού προϋποθέτει την κατανόηση των βιωμάτων και των συναισθημάτων του παιδιού. Βασικότερο όλων είναι το γεγονός ότι το παιδί έχει την ανάγκη να αισθάνεται ότι ανήκει και στους δύο γονείς και να νιώθει ότι και οι δύο ενδιαφέρονται για εκείνο. Το διαζύγιο δεν πρέπει να αποτελεί για το παιδί ένα μυστήριο. Η σωστή ενημέρωσή του, βοηθά στην απενοχοποίηση και την ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας.

Το παιδί που πενθεί


Ο θάνατος αποτελεί ένα από τα πιο στρεσογόνα γεγονότα στη ζωή του ανθρώπου γιατί εγείρει υπαρξιακούς προβληματισμούς. Σε κάθε περίπτωση, βιώνεται ως εγκατάλειψη, απώλεια και αίσθημα αδυναμίας. Ο φόβος και το άγχος που συνοδεύει το συγκεκριμένο γεγονός ωθεί πολλούς ενήλικες να αποφεύγουν συζητήσεις ή αναφορές προς τα παιδιά προσπαθώντας έτσι να αποκρύψουν την πραγματικότητα. Με αυτόν τον τρόπο πιστεύουν ότι προστατεύουν και προφυλλάσσουν τα παιδιά από τα δυσάρεστα συναισθήματα που ο θάνατος προκαλεί ενώ στην πραγματικότητα προσπαθούν να καλύψουν το δικό τους άγχος και τη δυσφορία.

Ωστόσο, ο θάνατος αποτελεί μέρος της ζωής και απασχολεί ορισμένες φορές τα παιδιά. Ενίοτε, τα αγγίζει καθώς χάνονται πρόσωπα του στενού περιβάλλοντός τους. Τα στατιστικά δεδομένα καταδεικνύουν πως ένα στα είκοσι παιδιά πριν την ενηλικίωσή τους βιώνει το θάνατο ενός γονιού. Συχνότερα χάνουν κάποιον από τους παππούδες ή τις γιαγιάδες ενώ κάποιες φορές αντιμετωπίζουν το θάνατο ενός από τα αδέλφια τους ή συνομήλικου.

Η κατανόηση του θανάτου προυποθέτει την αποδοχή της αδυναμίας και του τρωτού της ανθρώπινης φύσης, στοιχεία που γίνονται κατανοητά με την ολοκλήρωση της ανάπτυξης και το τέλος της εφηβείας. Στις μικρές ηλικίες ο θάνατος και ο θρήνος συνδέονται με την ψυχοσυναισθηματική και νοητική ανάπτυξή του και κυρίως από την ενημέρωση που έχει λάβει από το περιβάλλον του.

Υπάρχουν διάφορα στάδια στην εξέλιξη της κατανόησης του θανάτου αντίστοιχα με αυτά της νοητικής ανάπτυξης του παιδιού. Η αναπτυξιακή ψυχολογία αναφέρει πως τα παιδιά στα δύο με τρία πρώτα χρόνια της ζωής του βιώνει οποιαδήποτε εξαφάνιση αντικειμένου ή προσώπου από το οπτικό του πεδίο ως μόνιμη απώλεια και αντιδρά με το ίδιο άγχος αποχωρισμού. Μπορεί μέχρι αυτήν την ηλικία η έννοια του θανάτου να είναι άγνωστη, ωστόσο η αίσθηση της απώλειας αποτελεί μία μόνιμη απειλή.

Στην προσχολική ηλικία τα παιδιά αγνοούν την πραγματική έννοια του θανάτου και ο θάνατος δε γίνεται αντιληπτός ως μία κατάσταση αντίθετη με τη ζωή αφού βρίσκονται ακόμα στο στάδιο της προ-εννοιολογικής σκέψης που χαρακτηρίζεται από τον εγωκεντρισμό. Έτσι, τα παιδιά κατανοούν το γεγονός του θανάτου σύμφωνα με τις δικές τους εμπειρίες και θεωρούν ότι κάτι ανάλογο με την κατάσταση του ύπνου, από την οποία μπορεί κανείς να επανέλθει. Αυτό ενισχύεται και από τα σχόλια των ενηλίκων όπως για παράδειγμα: ''η μαμά σε βλέπει από εκέι που είναι''. Τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας με την ανακοίνωση ενός θανάτου συνήθως νιώθουν θλίψη, αλλά γρήγορα τον ξεχνούν διότι θεωρούν πως το χαμένο πρόσωπο θα επιστρέψει. Άλλωστε, για τα παιδιά ο θάνατος υπάρχει μέσα από τα παραμύθια και τα παιχνίδια που παίζουνε δίχως να θεωρείται κακός, να φέρνει θλίψη ή να έχει μη αναστρέψιμα αποτελέσματα. καμία φορά, όμως, το γεγονός του θανάτου ενός οικείου προσώπου βιώνεται ως αποτέλεσμα δικής τους πράξης και ευθύνης και το γεγονός της απώλειας συνοδεύεται με επιθετικά συναισθήματα και με συναισθήματα εγκατάλειψης.

Στη σχολική ηλικία τα παιδιά προσπαθούν να επεξεργαστούν το γεγονός του θανάτου σύμφωνα με τις πληροφορίες και τα ερεθίσματα που συλλέγουν από το περιβάλλον τους. Τους απασχολούν τα αίτια του θανάτου, τον πόνο που μπορεί να προκαλεί και τις διαδικασίες που ακολουθούν. Το κύριο άγχος του είναι ο αποχωρισμός που φέρνει το γεγονός και η ανασφάλεια. Στην εφηβεία, ακολουθούν οι πιο ώριμοι προβληματισμοί, αφού το παιδί διανύει το στάδιο των τυπικών αφαιρετικών συλλογισμών, σχετικά με τα υπαρξιακά στοιχεία του γεγονότος.

Όταν τα παιδιά βρίσκονται αντιμέτωπα με το θάνατο, οι αντιδράσεις τους και τα συναισθήματά τους, ιδιαίτερα με την απώλεια του γονέα, εξαρτώνται από τον τρόπο που κατανοούν το γεγονός και τη σχέση τους με τα γονεικά πρόσωπα. Για τα μικρά παιδιά που έχουν μία σχέση εξάρτησης, ιδίως με τη μητέρα, οποιοσδήποτε αποχωρισμός βιώνεται ως εγκατάλειψη. Αυτή η εντύπωση των παιδιών επιβεβαιώνεται συχνά με πληροφορίες από τους ενήλικες όπως: ''τη μαμά σου την πήρε ο Θεός, ο μπαμπάς έφθγε ταξίδι'', κ.λ. Αυτοί η χαρακτηρισμοί συνήθως παραπέμπουν σε μία ηθελημένη αποχώρηση. Σε τέτοιες περιπτώσεις η φροντίδα από ένα μητρικό ή πατρικό υποκατάστατο μπορεί να αμβλύνει τον πόνο του παιδιού.

Στη φαλλική περίοδο του παιδιού, τα αμφιθυμικά συναισθήματα σε σχέση με τους γονείς και τα αισθήματα παντοδυναμίας που νιώθουν τα παιδιά, προκαλούν έντονους φόβους και ενοχές. Το γεγονός του θανάτου ενός γονέα, φαίνεται να επαληθεύει τις φαντασιώσεις εξαφάνισης του γονέα του ίδιου φύλου και της διεκδίκησης του γονέα του αντίθετου φύλου. Για αυτούς τους λόγους, το συγκεκριμένο ηλικιακό στάδιο του παιδιού θεωρείται ως το πιο ευαίσθητο σε σχέση με το γεγονός του θανάτου ενός γονέα στην ψυχική ισορροπία του παιδιού. Έτσι, η μείωση των ενοχών, η παρουσία εναλλακτικών προτύπων και η υγιής σχέση με τον άλλο γονιό θεωρούνται απαραίτητες προυποθέσεις για τη συναισθηματική στήριξη του παιδιού.

Στην ηλικία των εννέα ετών το παιδί είναι σε θέση να κατανοήσει το βιολογικό γεγονός του θανάτου και τη μη αναστρέψιμη κατάστασή του. Σ'αυτό το στάδιο τα παιδιά εκφράζουν έντονα τη θλίψη τους, προκαλούνται αισθήματα άγχους, φόβου και καταθλιπτικά συναισθήματα. Η παρατήρηση των συνηθισμένων τελετουργιών και της κηδείας βοηθά τα παιδιά να κατανοήσουν καλύτερα και να θρήνήσουν μέσα σε ένα υποστηρικτικό πλαίσιο.

Η διαδικασία του θρήνου στα παιδιά διαφέρει από αυτή των ενηλίκων. Έχει μικρότερη διάρκεια, παρουσιάζουν αντίστροφα συναισθήματα πολλές φορές π.χ. χαρά αντί για θλίψη, εναλλαγές συναισθηματικές και συμπεριφορικές διότι δε μπορούν να αντέξουν τη συναισθηματική φόρτιση που το γεγονός προκαλεί. Στην εφηβεία η αντοχή και η έκφραση των συναισθημάτων αυξάνεται συχνά, όμως, με την παρουσία έντονων αντιδράσεων (εξ αιτίας της αντιπαλότητας που υπάρχει με τους γονείς σε αυτήν την αναπτυξιακή περίοδο)και ενοχών, ιδίως όταν το χαμένο πρόσωπο είναι ο γονέας του ίδιου φύλου.

Οι ενήλικες, συνήθως, αποφεύγουν να αναφέρουν ή να θυμίζουν στα παιδιά το πρόσωπο που έχει χαθεί για να μη προκαλέσουν πόνο. Ωστόσο, με μία τέτοια αντιμετώπιση εμποδίζουμε την διεργασία του θρήνου. Επιπλέον, η αναφορά του προσώπου, έστω κι αν έχει χαθεί, είναι σημαντική διότι ποτέ δεν παύει να είναι σημαντικό πρόσωπο στη ζωή του παιδιού.

Εξίσου σημαντική είναι η διευκόλυνση της έκφρασης των συναισθημάτων και το ξέσπασμα του παιδιού με εποικοδομητικό τρόπο. Ανάλογα με την ηλικία του το παιδί μπορεί να χρησιμοποιήσει διάφορα μέσα εκτόνωσης, όπως το παιχνίδι ρόλων και η ζωγραφική σε παιδιά μικρής ηλικίας που βοηθούν στην προβολή των συναισθημάτων τους και την κατανόηση των γεγονότων. Σε μεγαλύτερα παιδιά, οι ομαδικές δραστηριότητες βοηθούν εξίσου στην ψυχική εκτόνωση μειώνοντας παράλληλα τα αισθήματα μοναξιάς. Βοηθητικό στοιχείο, επίσης, σε ένα παιδί που πενθεί είναι να γνωρίζει πώς νιώθουν οι άλλοι για το ίδιο γεγονός, να μπορούν να μοιράζονται συναισθήματα ώστε να αισθανθεί ασφάλεια.

Σε μία τέτοια κατάσταση το σχολικό περιβάλλον παίζει καθοριστικό ρόλο αφού το σχολείο αποτελεί ένα μεγάλο και σημαντικό κομμάτι στη ζωή του. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι κρίσιμος για τη στήριξη του παιδιού που πενθεί. Αρχικά θα πρέπει να είναι σε θέση να αναγνωρίζει τα προβλήματα που συνδέονται με εμπειρίες απώλειας. Τυχόν συμπτώματα όπως χαμηλή επίδοση, διάσπαση προσοχής, αντιδραστικές συμπεριφορές, κ.ά., θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως φυσιολογικές.

Ο δάσκαλος οφείλει να δείχνει κατανόηση στη θλίψη και την ανάγκη ξεσπάσματος. Κάποιες πρακτικές επιλογές από τη μεριά του παιδαγωγού θα μπορούσαν να είναι η ελευθερία του παιδιού να κλάψει, να μείνει μόνο του, να μιλήσει, να βγει για λίγο από την τάξη. Δημιουργικό βοήθημα θα μπορούσε να είναι ακόμα και η συζήτηση στην ομάδα της τάξης για θέματα απώλειας και θρήνου χτίζοντας έτσι γέφυρες επικοινωνίας που αμβλύνει τα δυσάρεστα συναισθήματα.

​Με λίγα λόγια. η συμβολή του εκπαιδευτικού μπορεί να είναι σε επίπεδο στήριξης του παιδιού και της οικογένειας και σε επίπεδο αγωγής των παιδιών της τάξης γύρω από τα θέματα της απώλειας και του θρήνου. Αυτή η εξοικείωση με το εν λόγω ζήτημα οφείλεται να εντάσσεται και να αντιμετωπίζεται στα πλαίσια της κοινωνικοποίησης όλων των παιδιών.

Διάκριση Εικόνας & Φόντου


Η Διάκριση Εικόνας/Φόντου είναι μια ιδιαίτερα σημαντική δεξιότητα οπτικής αντίληψης. Πρόκειται για την ικανότητα εντοπισμού οπτικών πληροφοριών, προκειμένου να τις καταγράψουμε ως ξεχωριστές και να τις διαφοροποιήσουμε από το περιβάλλον στο οποίο τις βλέπουμε. Με πολύ απλά λόγια είναι η ικανότητα να εστιάζουμε οπτικά στο σημαντικό στοιχείο, και να φιλτράρουμε το ασήμαντο. Μας βοηθά να αντιληφθούμε πού αρχίζει μια παράσταση και πού τελειώνει μια άλλη.

Είναι απαραίτητη όταν μας παρουσιάζονται πολλά οπτικά ερεθίσματα ταυτόχρονα και αποτελεί τη βάση για τις υπόλοιπες δεξιότητες οπτικής αντίληψης. Για να μπορούμε να εντοπίσουμε ομοιότητες/διαφορές (οπτική διάκριση), να κατανοήσουμε τη θέση αντικειμένων στο χώρο (αντίληψη χωρικών σχέσεων), να αποθηκεύσουμε στη μνήμη μας οπτικές πληροφορίες (οπτική μνήμη), θα πρέπει αρχικά να μπορούμε να εντοπίσουμε τις πληροφορίες ανάμεσα σε άλλες ή σε πολύπλοκα φόντα.

Η Διάκριση Εικόνας/Φόντου ξεκινά να αναπτύσσεται από πολύ μικρή ηλικία, όταν το παιδί προσπαθεί να εντοπίσει το αγαπημένο του παιχνίδι ανάμεσα σε άλλα ή ψάχνει τη μητέρα του ανάμεσα σε πολλά άτομα. Βελτιώνεται σημαντικά από 3 έως 5 ετών και σταθεροποιείται περίπου στην ηλικία των 7 ετών, έχοντας βάλει μία καλή βάση για την ανάπτυξη σύνθετων οπτικών αντιληπτικών και οπτικο-κινητικών δεξιοτήτων.

Στη σχολική ηλικία η Διάκριση Εικόνας/Φόντου επηρεάζει την ανάπτυξη βασικών ακαδημαϊκών δεξιοτήτων, αλλά και απλές καθημερινές σχολικές δραστηριότητες.

Ανησυχητικές ενδείξεις:
Παιδιά που έχουν αδύναμη διάκριση εικόνας/φόντου μπορεί να:
• Δυσκολεύονται να συγκεντρώσουν την προσοχή τους σε οπτικά ερεθίσματα/πληροφορίες.
• Δυσκολεύονται να αγνοήσουν άσχετες οπτικές πληροφορίες, η προσοχή τους αποσπάται συχνά από οπτικά ερεθίσματα.
• Αργούν πολύ να εντοπίσουν αντικείμενα ανάμεσα σε πολλά (πχ σε γεμάτο συρτάρι).
• Μην εντοπίζουν λεπτομέρειες σε εικόνες, κείμενα, βιβλία.
• Δυσκολεύονται να εστιάσουν τα μάτια τους άμεσα σε κινούμενα αντικείμενα (πχ μπάλα).
• Δυσκολεύονται να δουλέψουν σε χαρτί με πολλές οπτικές πληροφορίες.
• Χάνουν τη σειρά καθώς διαβάζουν ένα κείμενο.
• Δυσκολεύονται να εντοπίσουν συγκεκριμένες λέξεις σε κείμενο ή στον πίνακα της τάξης (πχ ημερομηνία).
• Αντιγράφουν κείμενα με πολύ αργό ρυθμό (χάνουν συνεχώς το σημείο που βρίσκονται).
• Δυσκολεύονται να οργανώσουν τη γραπτή δουλειά τους.
• Δυσκολεύονται να αντιγράψουν από απόσταση (πχ από τον πίνακα της τάξης).
• Τρίβουν συχνά τα μάτια τους, δηλώνουν πόνο, ζαλάδα ή κόπωση.
• Ανοιγοκλείνουν πολύ συχνά τα μάτια τους όταν γράφουν/διαβάζουν ή και κατά τη διάρκεια της μέρας.
• Φαίνονται αφηρημένα, παρουσιάζουν δυσκολίες προσοχής.
Σε κάθε περίπτωση προτείνεται αναλυτικός οφθαλμολογικός και οπτομετρικός έλεγχος για να αποκλείσουμε δυσκολίες όρασης (πχ μυωπία, υπερμετρωπία, αμβλυωπία).


Γενικές συμβουλές για την ανάπτυξη της Διάκρισης Εικόνας/Φόντου
Η Διάκριση Εικόνας/Φόντου, όπως και κάθε δεξιότητα οπτικής αντίληψης, αναπτύσσεται αρχικά παρατηρώντας το χώρο γύρω μας και στη συνέχεια δουλεύοντας με έντυπο υλικό. Επομένως είναι χρήσιμο να ενθαρρύνουμε την ανάπτυξή της με αυτόν τον τρόπο. Όταν ένα παιδί δυσκολεύεται να βρει τρισδιάστατα αντικείμενα, όπως ένα παιχνίδι ανάμεσα σε πολλά, ή να εντοπίσει κάτι σε ένα ακατάστατο δωμάτιο, τότε θα δυσκολευτεί ακόμα περισσότερο να εντοπίσει λεπτομέρειες σε εικόνες και γενικά σε έντυπο υλικό.

Το διάβασμα των παιδιών με διάσπαση προσοχής

Τα παιδιά με διάσπαση προσοχής συνήθως δυσκολεύονται με την καθημερινή μελέτη στο σπίτι. Ξεκινούν το διάβασμα, αλλά σύντομα αρχίζουν να χαζεύουν, να σκέφτονται άλλα πράγματα και τελικά να μην ολοκληρώνουν τις ασκήσεις τους, ενώ κάθονται στο γραφείο τους. Παραπονιούνται ότι διαβάζουν για ώρες, χωρίς μάλιστα το επιθυμητό αποτέλεσμα. Στην πραγματικότητα δεν χρειάζονται ώρες διαβάσματος, αλλά οργάνωση:

1. Ώρα και μέρος:
Να έχετε συγκεκριμένη ώρα έναρξης του διαβάσματος. π.χ. μετά το μεσημεριανό φαγητό, καθώς επίσης και συγκεκριμένο χώρο π.χ. στο δωμάτιο του και όχι όπου τύχει

2. Λίστα καθηκόντων:
Βοηθήστε το παιδί να οργανώσει το διάβασμα του. Δείτε μαζί το πρόγραμμα της επόμενης μέρας και σημειώστε σε ένα χαρτί τι έχει να κάνει. Φτιάξτε δηλαδή μια λίστα - αρχικά μαζί, σύντομα το παιδί θα την φτιάχνει μόνο του - με τις ασκήσεις.
π.χ.
Μαθηματικά σελ 23 άσκηση 1 και 2
Γλώσσα σελ 11 άσκηση 4
Ιστορία κεφ. 5
Ορθογραφία σελ 20
Έτσι το παιδί θα ξέρει τι έχει να κάνει και θα μπορεί να σβήνει κάθε άσκηση που ολοκληρώνει. Δοκιμάστε το, είναι πολύ αποτελεσματικό, και για παιδιά χωρίς μαθησιακές δυσκολίες.

3. Ησυχία:
Και δεν εννοούμε ότι όταν διαβάζει το παιδί δεν θα κουνιούνται οι υπόλοιποι στο σπίτι, αλλά να περιορίσετε τους θορύβους όπως οι ομιλίες στο σπίτι ή στο τηλέφωνο και η τηλεόραση να είναι κλειστή. Μην μαθαίνετε το παιδί να διαβάζει στην απόλυτη ησυχία απλά μειώστε τους θορύβους που μπορεί να του αποσπάσουν την προσοχή.

4. Αφήστε το παιδί μόνο του:
Αφού βεβαιωθείτε ότι το παιδί ξέρει ποιες ασκήσεις έχει και τι πρέπει να κάνει σε αυτές, απομακρυνθείτε από το δωμάτιο και μην κάθεστε μαζί του. Αλλιώς θα μάθει να διαβάζει μόνο μαζί με κάποιον, κάτι που θα είναι κουραστικό τελικά.

5. Έλεχος προόδου:
Ανά τακτά χρονικά διαστήματα π.χ. κάθε 10-15 λεπτά περάστε από το δωμάτιο, ρωτήστε το παιδί αν προχωράει, αν θέλει βοήθεια και σε ποιο σημείο βρίσκεται, ενθαρρύνοντας και επιβραβεύοντας. Έτσι θα ξέρει το παιδί ότι πρέπει να προχωρήσει μέχρι να ξαναπάτε και θα βεβαιωθείτε ότι δεν κάθετε απλά στο γραφείο του αλλά διαβάζει. Αν τυχόν έχει αφαιρεθεί η προσοχή του, με αυτόν τον τρόπο θα επανέλθει.

6. Υπομονή:
Μπορεί να σας φαίνεται παράξενο που το παιδί σας αφαιρείται τόσο εύκολα και να εκνευρίζεστε, όμως δεν πρέπει! Μην αρχίζετε χαρακτηρισμούς τύπου "είσαι τεμπέλης, αφηρημένος, χαζός, γιατί δεν είσαι σαν τον αδερφό ή την αδερφή σου " και άλλα τέτοια που μόνο κακό κάνουν! Μείνετε ήρεμοι, χρησιμοποιείστε την επιβράβευση και τη θετική ενίσχυση και αποφύγετε τις τιμωρίες.

7. Ενημερώστε τον εκπαιδευτικό της τάξης:
Μιλήστε με το δάσκαλο/ δασκάλα του παιδιού σας και πείτε του ότι το παιδί σας προσπαθεί πολύ με το διάβασμα και ζητήστε να επαινεί την προσπάθεια και όχι μόνο το αποτέλεσμα.

8. Τα τετράδια στην τσάντα:
Πολλές φορές το παιδί κάνει ασκήσεις αλλά τελικά ξεχνά τα τετράδια στο σπίτι και ενώ οι συμμαθητές παρουσιάζουν τη δουλειά τους στην τάξη, το παιδί σας κάθεται αμέτοχο. Σιγουρευτείτε ότι έχει βάλει τα απαραίτητα στην τσάντα του, ώστε να επιβραβευθεί ο κόπος του.

9. Μην διορθώνετε τα λάθη του:
Αν το παιδί σας π.χ. κάνει ορθογραφικά λάθη, δείτε τα μαζί, συζητήστε τα, βοηθήστε το να εντοπίζει τα λάθη του και να τα διορθώνει. Δεν έχει σημασία να παρουσιάζει τα τέλεια γραπτά στο σχολείο, αλλά να μαθαίνει.

10. Βοήθεια ειδικού:
Αν παρά τις προσπάθειες σας το παιδί δυσκολεύεται στα μαθήματα, στο σχολείο ή στο διάβασμα στο σπίτι, αναζητήστε εξειδικευμένη βοήθεια. Η παρέμβαση ειδικής αγωγής με εξατομικευμένο πρόγραμμα, βασισμένο στις δυσκολίες του παιδιού σας, είναι απαραίτητη και μάλιστα από τις μικρές τάξεις του δημοτικού.

Διαταραχή ακουστικής επεξεργασίας: Το μυστικό πίσω από την αδυναμία του παιδιού να ακολουθήσει οδηγίες


Είναι βέβαιο οτι οι περισσότεροι απο εμάς, άλλοι ως γονείς και άλλοι ως θεραπευτές και εκπαιδευτικοί, έχουμε νοιώσει πως το παιδί μας αγνοεί ή πολύ απλά δεν φαίνεται να ακολουθεί τις οδηγίες μας. Πόσες φορές έχετε πει και δείξει κάτι χωρίς κανένα αποτέλεσμα; Πόσες φορές έχετε αναρωτηθεί αν αυτά που λέτε τα ακούει κάποιος και πόσες φορές έχει χρειαστεί να δώσετε την ίδια απάντηση;

Κάποιες απο αυτές τις φορές το παιδί μπορεί εσκεμμένα να μας αγνοεί ή ακόμη να το απασχολεί κάτι άλλο και να μην μας προσέχει, αλλά πολλές είναι και οι περιπτώσεις που πίσω απο αυτή την "αδιαφορία" κρύβεται κάτι παραπάνω...
Διαταραχή ακουστικής επεξεργασίας. Τι είναι;

Όταν αναφερόμαστε στον όρο αυτό, ουσιαστικά αναφερόμαστε σε μια κατάσταση η οποία καθιστά δύσκολη την αναγνώριση μικρών διαφορών του ήχου στις λέξεις, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η ικανότητα των παιδιών, στην επεξεργασία αυτών που ακούνε. Τα παιδιά με διαταραχή ακουστικής επεξεργασίας, αν και δεν έχουν κάποιο πρόβλημα ακοής, δυσκολεύονται στην κατανόηση του προφορικού λόγου με αποτέλεσμα πολλές φορές να επαναλαμβάνουν αυτά που ακούνε, να ρωτούν πολλές φορές το ίδιο πράγμα και να ενοχλούνται απο θορύβους και δυνατούς ήχους. Το παιδί αν και δεν έχει κάποιο πρόβλημα ακοής αντιμετωπίζει δυσκολία στην κατανόηση αυτών που ακούει και αυτό γιατί ο εγκέφαλος δεν επεξεργάζεται κατάλληλα την πληροφορία που δέχεται.

Πολλές καταστάσεις συμπεριλαμβανομένων της ΔΕΠ-Υ και του αυτισμού μπορούν να επηρεάσουν την ικανότητα του παιδιού να καταλαβαίνει αυτό που ακούει. Αυτό που κάνει την ΔΑΕ να διαφέρει είναι οτι το παιδί αντιμετωπίζει δυσκολία στην αναγνώριση του ήχου αυτού που ακούει και όχι στην κατανόηση της έννοιας. Για παράδειγμα, εσείς μπορεί να ρωτήσετε το παιδί "Μπορείς να με βοηθήσεις με τα πιάτα;" και αυτό να ακούσει "Που είναι η γάτα;".

Σημάδια διαταραχής ακουστικής επεξεργασίας

  • Δυσκολία κατανόησης προφορικών οδηγιών, ιδιαίτερα οδηγιών με πολλά βήματα.
  • Το παιδί ζητά πολύ συχνά να επαναλάβετε τα λεγόμενα σας.
  • Το παιδί αποσπάται πολύ εύκολα αν ακούσει κάποιον ήχο.
  • Έχει δυσκολία στην ανάγνωση και την ορθογραφία, πράγματα που απαιτούν την επεξεργασία και την ερμηνεία του ήχου.
  • Δυσκολεύεται να παρακολουθήσει συζητήσεις.
  • Έχει φτωχές μουσικές ικανότητες.
  • Έχει δυσκολία να θυμηθεί λεπτομέρειες απο κάτι που διάβασε ή άκουσε.
  • Δυσκολεύεται να μάθει τραγούδια ή ρυθμούς.
  • Το παιδί δεν δυσκολεύεται στην κατανόηση του γραπτού λόγου, άλλα μόνο στον προφορικό.
  • Το παιδί δυσκολεύεται να μείνει ακούνητο όταν ακούει κάποιον να υπαγορεύει κάτι.
  • Το παιδί δεν καταλαβαίνει ανέκδοτα ή πειράγματα.
  • Δυσκολεύεται να κάνει μια συζήτηση με τους συνομηλίκους του.
  • Δεν του αρέσει να του διαβάζεται, π.χ. ένα παραμύθι.​​

Τι μπορείτε να κάνετε στο σπίτι και το σχολείο για να βοηθήσετε το παιδί;Για το παιδί με διαταραχή ακουστικής επεξεργασίας μικρά πράγματα που μπορείτε να κάνετε στο σπίτι ή το σχολείο μπορεί να έχουν μεγάλη επίδραση στην ζωή του. Ακολουθούν κάποιες συμβουλές:

  • Παρέχεται ένα ήσυχο σημείο για μελέτη, με όσο το δυνατόν λιγότερους θορύβους από το περιβάλλον.
  • Ελέγχετε οτι το παιδί έχει βλεμματική επαφή μαζί σας όταν του μιλάτε.
  • Δώστε απλές οδηγίες με μικρά βήματα.
  • Μιλήστε με βραδύτερο ρυθμό αλλά αυξήστε λίγο τον τόνο της φωνής σας.
  • Ζητήστε απο το παιδί να επαναλάβει τις οδηγίες που δώσατε.
  • Παροτρύνεται το παιδί να γράψει τις οδηγίες που του δώσατε αν χρειάζεται να τις ακολουθήσει στο μέλλον.
  • Δώστε στο παιδί οπτικοποιημένες τις οδηγίες ή το μάθημα.
  • Συμβουλευτείτε έναν ειδικό για να σας δώσει ένα πρόγραμμα ασκήσεων που θα βοηθήσει το παιδί στην αναγνώριση των ήχων.
Η εργαζόμενη μνήμη και ο ρόλος της στη μάθηση

Ο όρος εργαζόμενη μνήμη αναφέρεται σε ένα νοητικό "εργαστήριο" που συγκρατεί και επεξεργάζεται πληροφορίες για μικρά χρονικά διαστήματα, ενώ εκτελούμε σύνθετα γνωστικά έργα. Ένα παράδειγμα λειτουργίας της εργαζόμενης μνήμης είναι η νοητική διαδικασία που πραγματοποιούμε, όταν κάνουμε αριθμητικές πράξεις νοερά: χρειάζεται να κρατήσουμε στη μνήμη μας τους αριθμούς, να κάνουμε τους αριθμητικούς υπολογισμούς, ταυτόχρονα να ανακαλέσουμε αποκτημένες γνώσεις (π.χ. την προπαίδεια) και να εκτελέσουμε τις πράξεις. Αμέσως μετά την πραγματοποίηση των υπολογισμών είναι πολύ πιθανό να ξεχάσουμε τους αριθμούς που χρησιμοποιήσαμε.

Ένα από τα χαρακτηριστικά της εργαζόμενης μνήμης είναι η στενή σχέση που έχει με τη διαδικασία της μάθησης. Όταν καλούμαστε να μάθουμε κάτι καινούριο, συγκρατούμε τις νέες πληροφορίες, τις επαναλαμβάνουμε για να μην τις ξεχάσουμε και χρησιμοποιούμε την προηγούμενη γνώση μας για να τις ενσωματώσουμε σε αυτά που ήδη ξέρουμε. Χρειάζεται δηλαδή να χρησιμοποιήσουμε την εργαζόμενη μνήμη μας. Πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα συνδέουν την εργαζόμενη μνήμη στενά με τη σχολική επίδοση. Τα ευρήματα αυτά είναι κατανοητά, γιατί το σχολικό περιβάλλον είναι χώρος όπου ως επί το πλείστον συντελείται η μάθηση.

Μια έγκυρη και αξιόπιστη εκτίμηση της εργαζόμενης μνήμης, μπορεί να βοηθήσει στον έγκαιρο εντοπισμό παιδιών με ελλείμματα στην εργαζόμενη μνήμη και να οδηγήσει σε έγκαιρη παρέμβαση.

Ποιοι είναι οι ''αργοί'' μαθητές
Τα "Παιδιά που μαθαίνουν αργά", αποτελούν μια ξεχωριστή κατηγορία, με την οποία πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί τόσο στον ορισμό της, όσο και στην αντιμετώπισή της. Είναι η λεγόμενη "γκρίζα" ζώνη της τυπικής, μέσης εκπαίδευσης. Είναι τα παιδιά τα οποία δεν ανήκουν στην Ειδική Εκπαίδευση, δεν πληρούν δηλαδή τα στοιχεία εκείνα για να κάνουν Ειδική Αγωγή, με ιδιαίτερα ίσως βοηθήματα, αλλά δεν αποδίδουν καλά και στην τυπική εκπαίδευση του μέσου μαθητή. Είναι τα παιδιά, που ενώ δεν έχουν πνευματική καθυστέρηση, δεν μαθαίνουν στον ίδιο ρυθμό, με τα παιδιά μέσου επιπέδου τάξης, ίδιας ηλικίας συμμαθητές τους.

Αποτελούν το 23% του πληθυσμού και θεωρούνται ομάδα κινδύνου για διάφορα δευτεροπαθή, απορρέοντα προβλήματα όπως ψυχολογικά, συναισθηματικά και προβλήματα ιδιαίτερα σε σχέση με την στεναχώρια, την λύπη και την αγανάκτηση που τους δημιουργείται όταν δεν μπορούν να αποδώσουν σε σχέση με τα άλλα παιδιά.

Ένας πολύ συχνός λόγος παραπομπής σε Αναπτυξιολόγο ή Παιδοψυχίατρο, είναι τα συμπεριφορικά θέματα τα οποία αναπτύσσουν και εμφανίζουν, όπως εσωστρέφεια, θυμός και διαταρακτική συμπεριφορά, άρνηση, ματαίωση και χαμηλή αυτοπεποίθηση. Άλλος συχνός λόγος παραπομπής των παιδιών που είναι τελικά αργοί μαθητές, είναι στην Ελλάδα το ερώτημα για αναστολή φοίτησης, καθώς φαίνονται πράγματι ανώριμα για να παρακολουθήσουν αρχικά. Η απάντηση είναι ότι, στην πλειονότητά τους, δεν θα αλλάξει ο ρυθμός, η ταχύτητα μάθησης αν παραμείνουν στην ίδια τάξη και η ωφέλεια θα είναι ελάχιστη, μπροστά στην απώλεια μιας σχολικής χρονιάς. Άρα στην πλειοψηφία τους τα παιδιά, θα πρέπει να φοιτήσουν κανονικά.

Αντιλαμβάνονται πολύ καλά ότι τα άλλα παιδιά της τάξης, μπορούν να καταλαβαίνουν πιο γρήγορα από τα ίδια. Το ίδιο αντιλαμβάνονται και τις προσδοκίες των γονέων τους και αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να τις εκπληρώσουν στον ίδιο βαθμό ηλικία τουλάχιστον με την ίδια ταχύτητα αρχικά.

Είναι τα παιδιά εκείνα, τα οποία μπορεί να αντιμετωπίζουν ειδικά θέματα, που τα ωθούν, τα αναγκάζουν αν θέλετε να μην αποδίδουν καλά στο σχολείο. Στην κατηγορία αυτή μπορεί να "κρύβονται" παιδιά που έχουν και οργανικά θέματα που έχουν περάσει απαρατήρητα. Γιαυτό πρέπει να γίνεται πάντα ορθός και πιστός ιατρικός παιδιατρικός έλεγχος σε παιδιά με αργή μάθηση, για να αποκλειστούν βασικά θέματα υγείας όπως όρασης και ακοής.

Θέματα βαρηκοΐας, μυωπίας και αστιγματισμού πχ, που μπορεί να περάσουν απαρατήρητα σε κάποιο βαθμό, μπορεί να επηρεάσουν την απόδοση του παιδιού στο σχολείο. Το ίδιο και θέματα ενδοκρινολογικά ή αιματολογικά, μπορεί να έχουν το ίδιο θέμα όπως ένας πχ υποθυρεοειδισμός ή μια παρατεταμένη αναιμία, πχ σε περίπτωση επίσης σιδηροπενίας. Ψυχοσωματικά θέματα επίσης όπως ένα αρνητικό, εκφοβιστικό περιβάλλον για ένα παιδί ή μια χρόνια ασθένεια, καθώς και θέματα όπως η Διάσπαση Προσοχής, μπορεί να επιβαρύνουν τους ρυθμούς απορρόφησης ή θέλησης για μάθηση ενός παιδιού.

Γιαυτό επιβάλλεται μια φορά κατ 'έτος τουλάχιστον ένας συστηματικός παιδιατρικός έλεγχος, με τον παιδίατρο σας και ειδικά σε ηλικίες κλειδιά όπως 5, 7-8, 11-13 ετών και μετέπειτα ανάλογα με την εξέλιξη του παιδιού.

Κάποιες φορές, όμως, εφόσον αποκλειστούν οι υπόλοιποι παράγοντες, παρατηρείται ότι ένα παιδί που αργεί να μάθει, χωρίς να εμπίπτει σε κάποια ειδική οργανική κατηγορία, μπορεί να έχει οριακή νοημοσύνη εντός των φυσιολογικών ορίων αλλά στο χαμηλό σημείο των αντίστοιχων μετρήσεων με σκορ νοημοσύνης μεταξύ 70-89.

Όταν ένα παιδί έχει σκορ κάτω του 70 στην κλίμακα νοημοσύνης, μπορεί να λεχθεί ότι έχει θέμα νοητικής υστέρησης. Αυτό δεν αφορά τις περιπτώσεις που αναφέρουμε σήμερα, καθώς τα σκορ είναι υψηλότερα από τα αναφερόμενα για πνευματική καθυστέρηση. Όταν έχουμε Μαθησιακές Δυσκολίες (χωρίς να είναι αργοί μαθητές πραγματικά), τα παιδιά έχουν διαφορά μεταξύ του μαθησιακού τους επιπέδου και του νοητικού. Δηλαδή οι γνώσεις που μπορεί να εκφράζουν σε δεδομένη στιγμή και με δεδομένο τρόπο, μπορεί να είναι χαμηλές για την ηλικία τους αλλά η νοητική τους ικανότητα είναι φυσιολογική στο μέσο επίπεδο και άνω, όχι οριακή. Έχουν μέσο νοητικό επίπεδο τουλάχιστον 90-110.

Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, που δεν είναι υποχρεωτικά αργοί μαθητές, είναι εκείνα τα παιδιά που έρχονται οι μητέρες στο ιατρείο και λένε: "Γιατρέ, ξέρω ότι είναι έξυπνος, αλλά δεν τα πιάνει τα γράμματα". Άλλες φορές, λένε " δεν δείχνει στον δάσκαλο πόσο έξυπνος είναι." Έχουν δηλαδή συναίσθηση ότι το παιδί τους μπορεί αλλά δεν τα καταφέρνει να δείξει όλα όσα μπορεί να κάνει.

Αυτά τα παιδιά έχουν μόνο μαθησιακές δυσκολίες και δεν κατατάσσονται στους αντικειμενικά "αργούς μαθητές". Σε αυτά τα παιδιά πάσχει κυρίως η μέθοδος απόδοσης γνώσεων και κάποτε απορρόφησης όπως στην δυσλεξία πχ. Στη δυσλεξία, το νοητικό δυναμικό είναι υποχρεωτικά φυσιολογικό και δεν παρατηρείται νοητική καθυστέρηση, ούτε είναι συνήθως οριακό, άσχετα με το επίπεδο μαθησιακής απόδοσης του παιδιού.

Οι Αργοί μαθητές είναι μια αρκετά διαφορετική περίπτωση: δεν παρουσιάζουν κατ ανάγκην εμφανείς μαθησιακές δυσκολίες αλλά φαίνεται να έχουν δυσκολία στο να ακολουθούν τον ρυθμό της τάξης, των υπολοίπων μέσων τυπικών παιδιών.

Το παράδειγμα που χρησιμοποιείται από τους Αναπτυξιολόγους στην Αμερική είναι με τις ταχύτητες των αυτοκινήτων: Ο δάσκαλος που θα διδάσκει σε μια μέση τυπική τάξη, θα ακολουθεί τον ρυθμό των μέσου όρου, που έχει νοητικό δυναμικό μεταξύ 90-110. Είναι σαν να τρέχουν οι περισσότεροι μαθητές με αυτές τις ταχύτητες, δηλαδή σαν να τρέχει στα 100 χιλιόμετρα την ώρα. Ο "Αργός μαθητής" θα τρέχει με 75 χιλιόμετρα την ώρα ας πούμε, σύμφωνα με το νοητικό του δυναμικό που πχ είναι 75, δηλαδή εντός των φυσιολογικών ορίων. Άρα αν και φυσιολογικό νοητικό επίπεδο του παιδιού, επειδή ο μέσος όρος των μαθητών, θα παίρνει πληροφορίες πιο γρήγορα, αναγκαστικά ο δάσκαλος, δεν θα μπορεί να περιμένει για πολύ τα παιδιά που μαθαίνουν αργά.

Τα παιδιά που είναι αργοί μαθητές, ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ. Αλλά μαθαίνουν πιο αργά ή γενικεύουν πιο αργά. Στις περισσότερες περιπτώσεις, πετυχαίνουν τα ίδια πράγματα αλλά με περισσότερη προσπάθεια και χρόνο από τον μέσο όρο των μαθητών ίδιας ηλικίας, ίδιου ηλικιακό εύρους.

Το δεύτερο πολύ σημαντικό στοιχείο για τους "Αργούς μαθητές" είναι ότι υπάρχει σύμφωνα με έρευνες, πράγματι περιορισμός, στην πολυπλοκότητα του υλικού που μπορούν να μάθουν. Ένα παιδί που θα αποφοιτήσει μεν άπω το Λύκειο πχ, σύμφωνα με έρευνες, θα έχει αποκομίσει γνώσεις που θα αντιστοιχούν από 1η Γυμνασίου (με νοητικό πηλίκο περίπου 75) έως 1η Λυκείου (με νοητικό πηλίκο περίπου 85). Αυτό μπορεί να οφείλεται και στα κενά των προηγούμενων ετών αλλά και στην αύξηση της πολυπλοκότητας της παρεχόμενης γνώσης.

Τα προβλήματα που παρατηρούνται πολλές φορές μαθησιακά είναι καταρχήν ότι μπορεί όπως είπαμε να μαθαίνουν και να αποδίδουν πιο αργά άρα πιθανόν να χρειάζονται περισσότερο χρόνο για ολοκλήρωση μιας σχολικής εργασίας. Μπορεί να παρουσιάζουν αργίες ενάρξεις δράσεων, που ο δάσκαλος πρέπει να έχει υπόψιν και να τα προειδοποιεί έμμεσα ή άμεσα ότι θα αρχίσουν ή επίκειται κάποια δράση-εργασία. Χωρίς να είναι διάσπαση προσοχής, μπορεί να υπάρχει πρόβλημα στο να παραμείνουν σε μια δράση ως το ρεκόρ γιατί κουράζονται και ματαιώνονται.

Συχνά παρατηρείται πρόβλημα στην αντίληψη και έκφραση των αφηρημένων εννοιών ή εννοιών που περιλαμβάνουν δευτερογενή εξήγηση όπως πχ ποιόν λέμε ταχυδρόμο και μπορεί σε μικρές ηλικίες να απαντήσουν πχ τον άνθρωπο. Αντικειμενικά είναι σωστή απάντηση αλλά δεν αναφέρονται στη ιδιότητα που προκύπτει από τη Δράση που εκείνος εκτελεί ή που τον διακατέχει.

Αντίστοιχα μπορεί να έχουν δυσκολία να ακολουθήσουν πολύπλοκες οδηγίες με 3-4 σκέλη, με χρονική καθυστέρηση κλπ. Πχ μετά το φαγητό φτιάξε την τσάντα σου στρώσε το κρεβάτι σου και διάβασε τα μαθηματικά. Συχνά δυσκολεύονται να αντιληφθούν ορθά το νόημα μιας ιστορίας ή ενός κειμένου ή να αντιληφθούν τα πιο σημαντικά του μέρη. Εστιάζουν δηλαδή σε λιγότερο σημαντικά μέρη ενώ πιθανόν να έχουν ακούσει όλη την ιστορία και σε μικρές επιμέρους ερωτήσεις να απαντούν, γεγονός που δείχνει ότι προσέχουν αλλά δεν εστιάζουν στα σημαντικά.

Σε συνέχεια αυτού του γεγονότος, έχουν συνήθως δυσκολία στον πλάγιο και αναφορικό λόγο, δυσκολεύονται δηλαδή να μεταδώσουν σε άλλους πληροφορίες και κυρίως κατ εντολήν δηλαδή όταν αυτές τους ζητούνται. Συχνά λένε πχ οι γονείς ότι δεν τους λένε ποτέ τα παιδιά τι κάνουν στο σχολείο ή τι είπε η δασκάλα όταν τα ρωτάνε. Μικρότερη δυσκολία παρατηρείται όταν τα ίδια τα παιδιά επιθυμούν να μεταφέρουν κάποια πληροφορία.

Γενικά παρατηρείται δυσκολία στην απορρόφηση της έμμεσης, παθητικής πληροφορίας από το περιβάλλον και τα άτομα και της γενίκευσης αυτής στην καθημερινότητα. Πολλοί γονείς αναφέρουν πχ ότι "του το έχω πει εκατό φορές και δεν με ακούει" ή " αφού κάθε μέρα με βλέπει να φτιάχνω τοστ, δεν ξέρει πως το να το κάνει; Δεν θα πρεπε;" Δεν φαίνεται να βοηθάει ούτε η αναστολή φοίτησης ούτε η μείωση βαθμών ούτε και η τιμωρία.

Αντίθετα φαίνεται να βοηθάει η εκμάθηση μεθόδων απορρόφησης πληροφοριών πχ να αναζητά λέξεις κλειδιά, πλαγιογραφήσεις κειμένου, συνεργατική μελέτη, όπου μπορεί να αναζητήσει στοιχεία και πληροφορίες από συμμαθητές του και να μιμείται, αλλά και το ελεύθερο βαθμών σκανδιναβικό μοντέλο εκπαίδευσης.

Σημαντικό στοιχείο στην αύξηση της ταχύτητας του μαθητού, μπορεί να αποτελέσει η προεκπαιδευση-priming του υλικού της επόμενης μέρας στο σπίτι, εφόσον υπάρχει θέληση και συνεργασία από τον δάσκαλο. Πολύ αποτελεσματική μπορεί να είναι και η εκπαίδευση σε απαντήσεις ανοικτού τύπου ερωτήσεων, με λεκτική διαχείριση του παιδιού, σε μικρές ηλικίες.

Η χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, μπορεί να βοηθήσει το παιδί, στο να βρίσκει ευκολότερα πληροφορίες, εφόσον διδαχθεί πρώτα τον ορθό και παραγωγικό τρόπο αναζήτησής των. Σε κάποιες οριακές περιπτώσεις, ιδανική θα ήταν η παροχή παράλληλης στήριξης στο παιδί, για να μπορεί να ακολουθεί καλύτερα τον ρυθμό της τάξης.

Η δυσκολία που παρατηρείται σε ένα παιδί που είναι αργός μαθητής, είναι ψυχοφθόρα και για το παιδί και τους γονείς. Πρέπει να υπάρχει πολύ καλή συνεργασία γονέων, δασκάλων, ειδικών και παιδιών, για να ξεπεραστεί και να αντιμετωπιστεί η κατάσταση αυτή, που προκαλεί δυστυχώς σε όλους πολύ εκνευρισμό.

Η σημασία της ομαδοσυνεργατικής μάθησης


Η συνεργατική μάθηση είναι η μέθοδος διδασκαλίας κατά την οποία οι μαθητές μιας τάξης οργανώνονται σκόπιμα σε ομάδες σχολικής εργασίας για να ̟πραγματοποιήσουν συγκεκριμένους ̟παιδαγωγικούς και διδακτικούς σκοπούς και στόχους.

Η συνεργατική μάθηση αποτελεί μια μορφή οργάνωσης της τάξης που εξασφαλίζει τη μέγιστη ανάπτυξη των ̟παιδιών σε όλους τους τομείς. Τα ερευνητικά ευρήματα δείχνουν πως η αλληλεπίδραση και επικοινωνία ανάμεσα σε ομάδες μαθητών έχει ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της επίδοσης και την εμφάνιση ̟ποιοτικών χαρακτηριστικών τα οποία ευνοούν τη μάθηση αλλά και τον ίδιο το μαθητή.

Η συμμετοχή των ̟παιδιών σε συνεργατικές διαδικασίες τους ̟παρέχει τη δυνατότητα να κάνουν διευκρινίσεις, συσχετίσεις, υποθέσεις, επαληθεύσεις και να διατυπώσουν τη λύση του προβλήματος μέσα από μια συνθετική διαδικασία η οποία τους εξασφαλίζει χαρακτηριστικά ̟που βοηθούν σε μεγάλο βαθμό στη βελτίωση της εικόνας που έχουν για τον εαυτό τους και ̟παράλληλα στην ανάπτυξη της κριτικής τους ικανότητας. Επιπλέον, οι σχέσεις ̟που αναπτύσσονται μεταξύ των ̟παιδιών και οι ευκαιρίες ̟που τους ̟προσφέρονται για διατομική επικοινωνία εξασφαλίζουν τη μείωση των κρουσμάτων αρνητικής συμπεριφοράς και αντικοινωνικών τάσεων και αυξάνουν τις πιθανότητες υιοθέτησης συμπεριφορών κοινωνικά αποδεκτών.

Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της ομάδας θεωρείται η αλληλεξάρτηση. Ο βαθμός επιτυχίας της ομάδας εξαρτάται από τη συνεργασία όλων των μελών της και αυτό σημαίνει ότι τα μέλη της ομάδας θα πρέπει να αντιληφθούν ότι η ατομική τους επιτυχία εξαρτάται από τη συμβολή και των υπόλοι̟πων μελών της ομάδας. Επίσης, η επικοινωνία θεωρείται βασικό στοιχείο για την επίτευξη των σκοπών της ομάδας γιατί δημιουργεί κλίμα αγάπης και εμπιστοσύνης στα μέλη, με αποτέλεσμα την ̟παροχή αλληλοβοήθειας μέσα από την ελεύθερη ροή πληροφοριών και απόψεων ως ̟προς την αντιμετώ̟πιση των ̟προβλημάτων ̟που τίθενται.

Βασική αρχή της συνεργατικής διδασκαλίας είναι η αποκέντρωση της εξουσίας του δασκάλου και ο επιμερισμός της σε όλα τα μέλη της ομάδας. Αυτό γίνεται σταδιακά μέσα από συλλογικές αρμοδιότητες και εναλλασσόμενους ρόλους. Η ανάληψη ρόλων συμβάλλει στη διατήρηση της συνοχής της ομάδας και επιδιώκεται η λύση προβλημάτων που δημιουργούνται.

Απαραίτητο στοιχείο για την ανάπτυξη αλληλεπίδρασης και ε̟πικοινωνίας μεταξύ των παιδιών θεωρείται η ύπαρξη ολιγομελών ομάδων για να είναι δυνατή η ανάπτυξη της επικοινωνίας. Η οργάνωση των μαθητών σε ομάδες σχολικής εργασίας και η αποτελεσματική λειτουργία των ομάδων απαιτεί την ύπαρξη ορισμένων προϋποθέσεων ̟που έχουν σχέση με το εξωτερικό ̟περιβάλλον μέσα στο οποίο πραγματο̟ποιούνται οι εργασίες και αναφέρονται στη διαμόρφωση του χώρου της τάξης και στον υλικοτεχνικό εξο̟πλισμό της καθώς και στο μέγεθος και τη σύνθεση της ομάδας. Σημαντική είναι ακόμα η ύπαρξη των βασικών δεξιοτήτων ή ικανοτήτων ̟που απαιτείται να κατέχουν οι μαθητές για να αναπτυχθεί η επικοινωνία και η συλλογική εργασία.

Η συνεργατική διδασκαλία πάνω απ'όλα προϋποθέτει τη αποδοχή την αποκέντρωσης της δασκαλοκεντρικής λειτουργίας της τάξης. Ο ίδιος ο δάσκαλος είναι προτιμότερο να ασκηθεί σε έναν υποστηρικτικό ρόλο στην εργασία των μαθητών, για να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των μαθητών και την αποτελεσματική λειτουργία της τάξης.

Νηπιαγωγείο και ανάπτυξη δεξιοτήτων και ικανοτήτων


Ο ευρύτερος σκοπός της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι να συμβάλει στην ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των μαθητών, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες και να ζήσουν δημιουργικά.

Ειδικότερα για το Νηπιαγωγείο βοηθάει τα νήπια:

  • να καλλιεργούν τις αισθήσεις τους και να οργανώνουν τις πράξεις τους, κινητικές και πνευματικές,
  • να εμπλουτίζουν και να οργανώνουν τις εμπειρίες τους από το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον και να αποκτούν την ικανότητα να διακρίνουν τις σχέσεις και αλληλεπιδράσεις που υπάρχουν μέσα σε αυτό,
  • να αναπτύσσουν την ικανότητα κατανόησης και έκφρασης με σύμβολα γενικά και ιδιαίτερα στους τομείς της γλώσσας, των μαθηματικών και της αισθητικής,
  • να προχωρούν στη δημιουργία διαπροσωπικών σχέσεων, που θα τα βοηθούν στη βαθμιαία και αρμονική ένταξή τους στην κοινωνική ζωή, και
  • να αναπτύσσουν πρωτοβουλίες ελεύθερα και αβίαστα μέσα στο πλαίσιο του οργανωμένου περιβάλλοντος, να εθίζονται στην αμφίδρομη σχέση ατόμου - ομάδας.


Το πρόγραμμα του νηπιαγωγείου χωρίζεται σε 4 ευρείς τομείς ανάπτυξης, δηλαδή ψυχοκινητικό, κοινωνικο-συναισθηματικό, αισθητικό και τις νοητικές δεξιότητες. Μέσα από την ανάπτυξη των παραπάνω τομέων επιδιώκεται, ώστε το νήπιο:

  • Να γνωρίσει τον εαυτό του
  • Να επικοινωνήσει με τους άλλους
  • Να επιδράσει αμφίδρομα στο περιβάλλον που ζει


Το πρόγραμμα είναι πλούσιο σε ενότητες που καλύπτουν κάθε τι που σχετίζεται με τον κάθε τομέα. Ακόμη πλουσιότερο είναι σε στόχους, καθώς υπάρχουν ενότητες που υλοποιούνται με περισσότερους από έναν στόχους. Τέλος οι δραστηριότητες που υλοποιούν τους στόχους, επειδή, όπως ήδη τονίστηκε, είναι ενδεικτικές, μπορούν να γίνουν άπειρες ή να περιοριστούν στο μέτρο που κρίνει ο/η Νηπιαγωγός. Φάνηκε ακόμη η μεγάλη σημασία που δίνει το πρόγραμμα στη δημιουργικότητα, καθώς επιστέγασμα όλων των ενοτήτων, σε όλους τους τομείς, αποτελεί η δημιουργική έκφραση του νηπίου, που υποκινείται μέσα από τις καταστάσεις προβληματισμού.

Το ίδιο σημαντική θέση κατέχει στο πρόγραμμα και η γλωσσική ανάπτυξη. Γι'αυτό η συμβολή της γλώσσας ως μέσου περιγραφής και ρύθμισης των δραστηριοτήτων (ψυχο-κινητικός τομέας), ως μέσου οικοδόμησης των χωρικών σχέσεων και των οργανωμένων γνώσεων και ως μέσου επικοινωνίας, οργάνωσης της κοινωνικής συμπεριφοράς και εσωτερίκευσης των κοινωνικών κανόνων (κοινωνικο-συναισθηματικός).Για την εφαρμογή του προγράμματος συστήνεται στους νηπιαγωγούς:

  • Να αντλούν κατά καιρούς τους στόχους τους από όλους τους τομείς ανάπτυξης, ώστε να επιτυγχάνεται η ολόπλευρη ανάπτυξη του νηπίου.
  • Να επισημαίνουν τη διαπλοκή των στόχων από τους διάφορους τομείς, ώστε να επιτυγχάνεται η ισόρροπη ανάπτυξη.
  • Να εμπλέκουν κατά καιρούς όλα τα νήπια στον κύκλο των εμπειριών και μάθησης που προβλέπει το πρόγραμμα, για να εξασφαλίζονται ίσες ευκαιρίες σε όλα τα νήπια.
  • Να ασχολούνται άλλοτε σε ομάδες, άλλοτε σε ολόκληρη την τάξη και άλλοτε να εξατομικεύουν την αντιμετώπιση εκείνων των νηπίων που παρουσιάζουν προβλήματα μάθησης ή συμπεριφοράς.


Παρόλο που, τόσο το περιεχόμενο του προγράμματος, όσο και οι μεθοδολογικές προσεγγίσεις είναι βασισμένες στις σύγχρονες ψυχοπαιδαγωγικές αντιλήψεις ο Νηπιαγωγός έχει αρκετή ελευθερία να δομήσει τα καθημερινά του/της προγράμματα σύμφωνα με τις συνθήκες που επικρατούν στην ιδιαίτερη περιοχή που εργάζεται, έτσι που να αντανακλούν τη δική του/της ανεπανάληπτη προσωπικότητα, τις κλίσεις και τις δεξιότητές της. Το περιεχόμενο των δραστηριοτήτων αντλείται από τον ίδιο ή τους διαφορετικούς κύκλους των εμπειριών και γνώσεις που προσφέρει το φυσικό και κοινωνικο-πολιτιστικό περιβάλλον".

Χαρακτηριστική και ουσιαστική βοήθεια προσφέρει στο/στη Νηπιαγωγό το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται κατά τη διατύπωση των στόχων, γιατί δίνει το στίγμα και τον/την προσανατολίζει στις επιδιώξεις και τις απαιτήσεις που πρέπει να έχει από τα παιδιά κατά την επεξεργασία κάθε στόχου, ο οποίος αντανακλά το γενικό επίπεδο ανάπτυξης των παιδιών και το επίπεδο που επιδιώκεται να φτάσουν. Έτσι φράσεις, όπως: να αναπτύξουν, να συνειδητοποιήσουν, να αντιληφθούν, να προϊδεαστούν, να ανακαλύπτουν, να εκφράζουν, να επινοούν, να συντονίζουν, να επιτύχουν, να διαμορφώσουν, να μυηθούν, να υιοθετούν, να προάγουν, να αποκτούν εμπειρίες, να οικοδομήσουν, να εξοικειωθούν, να γνωρίσουν, να βιώσουν, να προσεγγίσουν, να διακρίνουν, να επικοινωνούν, να συσχετίζουν, να απεικονίζουν, να αναδιοργανώνουν, να μετασχηματίζουν, κτλ., είναι όχι μόνο χαρακτηριστικές, αλλά και ταυτόχρονα προσδιοριστικές των ικανοτήτων και δεξιοτήτων που το Νηπιαγωγείο επιδιώκει να αναπτύξει.


Ορισμένες βασικές αρχές, μέσα από τις οποίες επιδιώκεται η εφαρμογή του προγράμματος είναι:

  • Η δημιουργία της κατάλληλης παιδευτικής ατμόσφαιρας
  • Η οργάνωση πλούσιου σε ερεθίσματα σχολικού περιβάλλοντος
  • Η δημιουργία καταστάσεων προβληματισμού
  • Η προτροπή για ποικίλες κινητικές δραστηριότητες
  • Οργάνωση της υποβοήθησης των νηπίων για να οικοδομούν μόνα τους τις διάφορες γνώσεις και να αναπτύσσουν τις δεξιότητές τους
  • Η άντληση στόχων από τους τομείς ανάπτυξης του προγράμματος ή από αυτούς που αναδύονται από τα ερεθίσματα των νηπίων
  • Η εμψύχωση των δραστηριοτήτων και των αντικειμένων απασχόλησης, ώστε να διευκολύνεται η αφομοίωσή τους από την πλευρά των νηπίων 
Έλεγχος δεξιοτήτων παιδιών στην προσχολική ηλικία


Η φοίτηση των παιδιών στο νηπιαγωγείο είναι μία δημιουργική και σημαντική περίοδος τόσο για το γονιό όσο και τον εκπαιδευτικό ώστε να μπορέσει να παρατηρήσει στοιχεία στις δεξιότητες, τις ικανότητες και τη συμπεριφορά των παιδιών που αποτελούν παράγοντες εμφάνισης μαθησιακών δυσκολιών κατά την είσοδό τους στο δημοτικό σχολείο.

Σημαντικά στοιχεία που πρέπει να παρατηρηθούν είναι:

  • Δυσκολίες στη συγκέντρωση της προσοχής:το παιδί αφαιρείται συχνά κατά την εργασία του, μπορεί να είναι υπερκινητικό ή νευρικό στο κάθισμά του.
  • Δυσκολία στην εγρήγορση: δυσκολίες στο ξεκίνημα δραστηριότητας ή στο ρυθμό εκτέλεσης της εργασίας,π.χ. αργός ρυθμός.
  • Δυσκολίες στο ψυχοσυναισθηματικό προφίλ: ορίζεται και ως "διαταραχή συμπεριφοράς" και περιλαμβάνει την επιθετικότητα / δειλία, κυκλοθυμίες, κοινωνική αδεξιότητα, εμμονές, κ.λ.π.
  • Δυσκολίες στη λεκτική επικοινωνία: δεν μιλά καθαρά, κάνει αντιστροφές συλλαβών, π.χ. "ντοτάμα" αντί "ντομάτα", συντακτικά λάθη στον λόγο του, φτωχές προτάσεις, τραυλισμός, κ.λ.π.
  • Αδεξιότητα: εμφανής δυσκολία να συμμετάσχει στο δυαδικό ή ομαδικό κινητικό παιχνίδι.
  • Δυσκολίες στην αυτοεξυπηρέτηση: δυσκολίες στην διευθέτηση των προσωπικών του πραγμάτων και τις δραστηριότητες αυτοεξυπηρέτησης στο σπίτι και το νηπιαγωγείο.
  • Γραφοκινητικές δυσκολίες: περιλαμβάνει κακό κράτημα του μολυβιού, δυσκολίες στο βάψιμο και τη ζωγραφική με βάση τους μέσους όρους, δυσκολίες στην χρήση ψαλιδιού και εργαλείων, καθώς και στις υπόλοιπες λεπτές δεξιότητες.
  • Δυσκολίες μνημονικές: δυσκολίες τόσο στην οπτική όσο και στην ακουστική βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη μνήμη.
  • Δυσκολίες στον προσανατολισμό: δυσκολίες στην κατευθυντικότητα, την αναγνώριση αριστερού-δεξιού, στο λύσιμο λαβυρίνθων, κ.λ.π.
  • Δυσκολίες στην ταύτιση-διαφοροποίηση: δυσκολίες αναγνώρισης του ίδιου ή διαφορετικού ανάμεσα σε σχήματα-εικόνες.
  • Δυσκολίες στην αντίληψη ποσοτήτων: δυσκολίες σε ποσοτικές έννοιες όπως "περισσότερα"-"λιγότερα", δυσκολίες στην 1-1 αρίθμηση, κ.λ.π.
  • Δυσκολία της μέσης γραμμής: δυσκολία δηλαδή ακολουθίας γραμμής από τα αριστερά προς τα δεξιά χωρίς να σταματήσει.
  • Αριστοχειρία: η αριστεροχειρία, με βάση Ελληνικές και διεθνείς επιστημονικές έρευνες, πάρα πολύ συχνά σχετίζεται άμεσα με εμφάνιση μαθησιακών δυσκολιών στο Δημοτικό.


Μόλις εντοπιστούν κάποιες από τις παραπάνω δυσκολίες στο νήπιο από τη Νηπιαγωγό ή την οικογένεια, είναι καλό να αξιολογηθεί από έναν ειδικό παιδαγωγό ώστε να διαπιστωθούν οι ακριβείς δυσκολίες του παιδιού, να αποσαφηνιστούν οι αιτίες τους και να αξιολογηθεί αν θα έπρεπε να χρήζουν ειδικής ενισχυτικής παρέμβασης ή όχι.

Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας 


Το σύνδρομο της διάσπασης προσοχής όσο και το υπερκινητικό σύνδρομο με διάσπαση προσοχής είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Για να μιλήσουμε για διάσπαση προσοχής θα πρέπει να υπάρχει ένα ιστορικό διάσπασης προσοχής, όπως επίσης και υπερκινητικότητας τουλάχιστον για 6 μήνες. Βασική προϋπόθεση, επίσης, είναι η έλλειψη παρουσίας κάποιας άλλης διαταραχής. Δεν αποκλείεται ακόμη ένα παιδί με έντονη διάσπαση προσοχής να εμφανίζει και άλλου είδους δυσκολίες, όπως: απογοήτευση αναφορικά με διαδικασίες γραφής και ανάγνωσης, γραμματικές δυσκολίες, χαμηλή αυτοπεποίθηση, ανησυχία, ανωριμότητα, δυσκολίες στο να λάβει μέρος σε μια συζήτηση ή κοινωνική εκδήλωση κτλ.

Το υπερκινητικό σύνδρομο είναι μια κλινική διάγνωση που έχει να κάνει με τις αποδιοργανωτικές συμπεριφορές ενός παιδιού. Αυτού του είδους οι δυσκολίες έχουν να κάνουν με την γενικότερη εξέλιξή του και όχι μόνο την σχολική ή την ακαδημαϊκή, αλλά και τις οικογενειακές καταστάσεις που βιώνει ένα παιδί, καθώς και την κοινωνική αλληλεπίδραση.

Συμπτώματα:
Α) Πρωτογενή συμπτώματα: διάσπαση προσοχής, αυθόρμητες κινήσεις και υπερκινητικότητα.
Β) Δευτερογενή συμπτώματα: δυσκολίες στην συμπεριφορά, σχολική αποτυχία που πιθανόν να έχουν να κάνουν και με άλλες μαθησιακές δυσκολίες, επίσης έλλειψη φίλων ή έλλειψη κοινωνικών σχέσεων και χαμηλή αυτοπεποίθηση.

Πότε ένα παιδί έχει το σύνδρομο ΔΕΠΥ:
- εκδήλωση του συνδρόμου πριν από τα 7 χρόνια του παιδιού
- να έχει το σύνδρομο διάρκεια τουλάχιστον 6 μήνες
- να είναι εμφανές ως ένα σημείο ως "εξελικτική απόκλιση".

Αιτίες
Οι θεωρίες πάνω στις οποίες στηρίζονται κάποια πιθανά αίτια είναι:
Α) Βιολογικές: Σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να έχει προκληθεί από: έλλειψη οξυγόνου, από κάποιο εγκεφαλικό τραυματισμό, από μόλυνση του κεντρικού νευρικού συστήματος, από ασθένεια των ημισφαιρίων-αγγείων και τέλος, εξαιτίας επιληψίας.
Β) Βιοπεριβαλλοντικές: Σε αυτή την περίπτωση είναι πιθανόν να υπάρξει μια αλληλεπίδραση ανάμεσα σε τυχόν βιολογικές επιδράσεις και σε επιδράσεις του περιβάλλοντος.
Γ) Περιβαλλοντικές: Αναφερόμαστε σε δυσλειτουργικά περιβάλλοντα τόσο σε ό,τι αφορά την οικογένεια, όσο και σε ό,τι αφορά το σχολείο. Αυτά είναι πιθανόν να ευθύνονται για την διάσπαση προσοχής και την υπερκινητικότητα του παιδιού

Πώς λειτουργεί ένα παιδί με ΔΕΠΥ:
Τα κύρια χαρακτηριστικά στο σχολείο μπορούν να επικεντρωθούν στα εξής σημεία:
1. Διάσπαση προσοχής.
2. Τα παιδιά σηκώνονται από την θέση τους και τριγυρίζουν στο χώρο.
3. Ενοχλούν τους συμμαθητές τους.
4. Οι εργασίες που παρουσιάζουν είναι απρόσεκτες και ημιτελείς.
5. Είναι ανοργάνωτοι.
6. Διακινδυνεύουν δίχως να υπολογίζουν τις συνέπειες.
7. Φλυαρούν ακατάπαυστα.
8. Δεν ακούνε τον άλλο, όταν μιλάει, και διακόπτουν διαρκώς μια συζήτηση.
9. Εισχωρούν σε καταστάσεις απρόσκλητοι και δεν περιμένουν την σειρά τους σε ομαδικές εργασίες και παιχνίδια.

Πώς μπορεί να βοηθηθεί ένα παιδί με ΔΕΠΥ από τους γονείς του;
Όταν έχει κανείς να αντιμετωπίσει ένα παιδί με ΔΕΠΥ είναι πιθανό να αισθάνεται αδυναμία, ανασφάλεια, απογοήτευση ή θυμό. Σ'αυτή την περίπτωση οι γονείς θα πρέπει να είναι γεμάτοι με κατανόηση, υποστήριξη, αυτοπεποίθηση και θετική στάση απέναντι στο παιδί τους.

Το πρώτο βήμα για την υποστήριξη ενός παιδιού με ΔΕΠΥ είναι η αποδοχή του προβλήματός του. Καμία μορφή πίεσης ή τιμωρίας απέναντι στο παιδί δεν θα φέρει θετικά αποτελέσματα. Οι γονείς θα πρέπει να διαμορφώσουν κατανοητική στάση ως προς το, "τι δεν μπορεί να κάνει το παιδί τους" και "τι δεν θέλει να κάνει".

Σε περίπτωση που το παιδί καταβάλλει προσπάθεια, οι γονείς θα πρέπει να το στηρίζουν και να ανταμείβουν την προσπάθειά του. Οι τρόποι ανταμοιβής είναι πολλοί.
Να χρησιμοποιούν λεκτικούς και μη λεκτικούς τρόπους επικοινωνίας. Για παράδειγμα: να επικροτούν την προσπάθειά του, μιλώντας του θετικά, να το φιλούν, να του ρίχνουν βλέμματα επιδοκιμασίας, να το αγκαλιάζουν
Να μην αντιμετωπίζουν θετικά μόνο την πολύ μεγάλη προσπάθεια του παιδιού
Να είναι θετικοί απέναντί του ανεξάρτητα από το βαθμό προσπάθειας του παιδιού. Οι γονείς θα πρέπει να χτίσουν την αυτo-εκτίμηση του παιδιού τους.

Mια άλλη τακτική που μπορεί να βοηθήσει είναι, ορισμένες δραστηριότητες να γίνονται επαναλαμβανόμενες. Για παράδειγμα: το πρωί που σηκωνόμαστε πάμε στην τουαλέτα, πλένουμε τα δόντια μας, μετά πάμε στην κουζίνα πίνουμε το γάλα μας, στην συνέχεια πάμε στο δωμάτιο μας και ντυνόμαστε. Με αυτό τον τρόπο προσπαθούμε να προωθήσουμε ένα πρόγραμμα στο παιδί εφαρμόζοντάς το κάθε μέρα.

Επίσης οι γονείς θα πρέπει να δίνουν ξεκάθαρες εντολές στο παιδί. Για παράδειγμα: "Βάλε τα πόδια σου στο πάτωμα", ή "Μην ακουμπάς τα πόδια σου πάνω στο τραπέζι". Αυτά είναι παροτρύνσεις που το παιδί δεν θα τις αγνοήσει, αρκεί βέβαια αυτές να μην συνοδεύονται από σαρκασμό, ώστε το παιδί να τις εκλαμβάνει ως ένα είδος τιμωρίας.

Οι γονείς θα πρέπει επίσης να έχουν ρεαλιστικές προσδοκίες και να περιμένουν πράγματα από τα παιδιά τους στα οποία, αυτά θα μπορούν να αντεπεξέλθουν. Οι γονείς είναι εκείνοι που θα πρέπει να βάζουν τα πράγματα σε μια σωστή σειρά. Ας μην προσπαθούν να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα πολλές και διαφορετικές μορφές συμπεριφοράς του παιδιού.

Σε περίπτωση μιας επιθετικής συμπεριφοράς αφήστε το παιδί στο δωμάτιο του για 1-10 λεπτά. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να μην υπάρχουν γύρω του παιχνίδια στα οποία θα μπορεί να εκτονώσει την επιθετικότητα του. Μετά από αυτό το χρονικό διάστημα επιβραβεύστε την προσπάθεια του.

Όλοι οι γονείς παιδιών με ΔΕΠΥ θα πρέπει να είναι ήρεμοι και χωρίς στρες. Η βοήθεια από ειδικούς είναι απαραίτητη. Μόνο έτσι, οι γονείς θα μπορούν να ξεπεράσουν τις ενοχές και τον φόβο τους και παράλληλα θα βοηθήσουν τα παιδιά τους.

Πώς μπορεί να βοηθηθεί ένα παιδί με ΔΕΠΥ στο σχολείο;
- Να γνωρίζουν και να κατανοούν την κατάσταση οι εκπαιδευτικοί
- Να υπάρχει οικογενειακή υποστήριξη και παρέμβαση
- Να υπάρχει σχολική παρέμβαση μέσω ειδικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων
- Να υπάρχει εκπαιδευτικός προγραμματισμός για την συμπεριφορά των παιδιών μέσα στην τάξη
- Να δημιουργηθούν εξατομικευμένα προγράμματα για κάθε παιδί
- Να υπάρχει παράλληλη φαρμακευτική αγωγή (όταν κρίνεται απαραίτητο από τον παιδοψυχίατρο).

Για να βοηθηθεί ένα παιδί με ΔΕΠΥ θα πρέπει δύο παράγοντες να λειτουργήσουν θετικά: α) η οργάνωση της τάξης και β) η συμπεριφορά του δασκάλου.
Α) Οργάνωση της τάξης: Το περιβάλλον της τάξης θα πρέπει να είναι ενισχυτικό. Δηλαδή άνετο, ευρύχωρο με καλή οπτική θέση για το παιδί, καθώς και ασφαλές. Το παιδί με ΔΕΠΥ θα πρέπει να βρίσκεται σε κοντινή από τον δάσκαλο θέση, μακριά από παράθυρα, πρίζες κτλ. Ας μην ξεχνάμε ότι το παιδί με ΔΕΠΥ συχνά θέτει σε κίνδυνο τον εαυτό του και τους άλλους, εξαιτίας των αυθόρμητων κινήσεών του.
Β) Η συμπεριφορά του δασκάλου: Καταρχάς, ο δάσκαλος δεν θα πρέπει να χρησιμοποιεί οποιασδήποτε μορφής κοροϊδία, κριτική και αρνητική συμπεριφορά απέναντι στο παιδί. Μπορεί να θέσει μια σειρά από προτεραιότητες π.χ. Τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει το παιδί. Να του αναθέτει διάφορες αρμοδιότητες ενεργοποιώντας τα κίνητρα του, π.χ. "Μοίρασε αυτά τα φυλλάδια". Κατόπιν να επιβραβεύει την προσπάθεια του παιδιού, προκειμένου να αναπτερωθεί το ηθικό του, να έχει μεγαλύτερη αυτο-εκτίμηση και εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Πάντα να δίνονται στο παιδί σαφείς και σύντομες οδηγίες, οι οποίες θα είναι κατανοητές. Να υπάρχει οπωσδήποτε συνεργασία και τακτικές συναντήσεις ανάμεσα στους δασκάλους και στους γονείς του παιδιού.

Παιδική ενούρηση


Η ενούρηση αποτελεί μία διαταραχή της παιδικής ηλικίας που προκαλεί δυσαρέσκεια στα παιδιά και στους γονείς τους. Απασχολούν πολλούς ειδικούς της υγείας, όπως τους Παιδιάτρους και τους Ουρολόγους. Ωστόσο, εάν οι εν λόγω διαταραχές δε σχετίζονται με βιολογικά αίτια, οι γονείς καλό είναι να απευθυνθούν σε ειδικό ψυχικής υγείας ώστε να διερευνηθούν τυχόν ψυχοσυναισθηματικά αίτια που προκαλούν το πρόβλημα.

Η ενούρηση είναι η συνεχής και επαναλαμβανόμενη ακούσια απώλεια των ούρων, δίχως οργανική αιτία, εξ αιτία του μη ελέγχου των σφιγκτήρων κατά τη διάρκεια της ημέρας αλλά, κυρίως, της νύχτας. Το μέσο παιδί είναι στεγνό από το 3ο έτος. Ωστόσο, το χρονικό όριο της ενούρησης τοποθετείται περιπου στο 4ο με 5ο έτος του παιδιού αφού έχει βρεθεί πως ένα ποσοστό της τάξεως του 12-14% στο γενικό πληθυσμό βρέχεται ακούσια μία φορά την εβδομάδα.

Η ενούρηση διακρίνεται σε πρωτοπαθή και δευτεροπαθή. Στην πρωτοπαθή ενούρηση, ένα παιδί βρέχεται και μετά την ηλικία των 5 ετών, μία φορά την εβδομάδα. Στη δευτεροπαθή, ενώ το παιδί έχει καταφέρει να ελέγξει τους σφιγκτήρες του για ένα χρόνο, ξαναρχίζει να βρέχεται. Αυτό παρατηρείται συχνά μεταξύ του 5ου και 6ου έτους. Εμφανίζεται σε όλες τις φυλές και τις κοινωνικές ομάδες και συχνότερα σε χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα και σε κακές συνθήκες διαβίωσης.

Στις περιπτώσεις που έχουν αποκλειστεί οργανικοί και βιολογικοί παράγοντες του φαινομένου, η ενούρηση αντανακλά την ενδο-οικογενειακή δυσαρμονία, γεγονός που επηρεάζει τον ψυχισμό του παιδιού. Ο βασικός ψυχολογικός μηχανισμός της ενούρησης είναι η παλινδρόμηση. Το παιδί μ'αυτόν τον τρόπο μεταφέρεται σε ένα προηγούμενο αναπτυξιακό στάδιο ώστε να προκαλέσει την προσοχή των γονιών του. Το άγχος που παρουσιάζει μοιάζει να προέρχεται από τυχόν έντονες συγκρούσεις που έχουν προκληθεί.

Οι πιο συνήθεις ψυχικές και ψυχοσωματικές διαταραχές είναι η ονυχοφαγία, οι εκρήξεις οργής και επιθετικότητας, τα προβλήματα στην πρόσληψη τροφής, το κλάμα, οι φόβοι μήπως ντροπιαστεί από τους συνομηλίκους, τους δασκάλους και η τιμωρία από τους γονείς. Η ψυχική στήριξη του παιδιού και η συμβουλευτική της οικογένειάς του προς την επίλυση των εντάσεων που μπορεί να υπάρχουν, είναι ιδιαίτερα βοηθητική ώστε το παιδί να αυξήσει την αυτοεκτίμησή του και να κατανοήσει τα συναισθήματά του σε σχέση με το πρόβλημα που παρουσιάζει.

Επιληπτικές κρίσεις και παιδί


Η επιληψία αποτελεί κοινό πρόβλημα της παιδικής ηλικίας. Υπολογίζεται ότι περίπου 1% των παιδιών εμφανίζει το πρόβλημα. Η απροσδόκητη εμφάνιση των κρίσεων, ο φόβος για τυχόν τραυματισμό του παιδιού και η ανησυχία για τη μελλοντική έκβαση προκαλούν μεγάλο άγχος και ανασφάλεια στην οικογένεια.

Πολύ συχνά επιβάλλονται υπερβολικοί και άσκοποι περιορισμοί ή απαγορεύσεις στις δραστηριότητες του παιδιού. Σε παλαιότερες εποχές πίστευαν ότι στη φάση της εφηβείας οι κρίσεις γίνονται συχνότερες και ότι η εφηβεία είναι η πλέον ακατάλληλη χρονική περίοδος για τυχόν διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής. Οι σύγχρονες αντιλήψεις ασφαλώς διαφέρουν από τις απόψεις αυτές. Είναι πλέον σαφές ότι η πορεία της επιληψίας εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τον τύπο της επιληψίας ή το επιληπτικό σύνδρομο που εμφανίζει ο ασθενής.

Οι επιληπτικές κρίσεις διακρίνονται σε εστιακές και γενικευμένες. Στις εστιακές κρίσεις, η ηλεκτρική εκφόρτιση εμφανίζεται σε ένα σημείο του φλοιού στον εγκέφαλο και/ή παραμένει εντοπισμένη στο σημείο αυτό, ή επεκτείνεται σε γειτονικές περιοχές, ή και επεκτείνεται στο απέναντι ημισφαίριο. Στην τελευταία αυτή περίπτωση υπάρχει πάντα απώλεια των αισθήσεων. Ο τύπος αυτός των κρίσεων είναι ο συχνότερος τύπος κρίσεων στα παιδιά. Οι γενικευμένες κρίσεις, αντίθετα, χαρακτηρίζονται από πυροδότηση εκφορτίσεων από κεντρικούς εγκεφαλικούς σχηματισμούς, με ταυτόχρονη, σχεδόν συμμετρική, επέκταση και στα δύο ημισφαίρια και με απώλεια των αισθήσεων από την αρχή της κρίσης.

Τα τελευταία 20 χρόνια γίνεται γενικά αποδεκτή η ανάγκη αναγνώρισης διαφόρων επιληπτικών συνδρόμων. Ένα επιληπτικό σύνδρομο χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένη ηλικία εμφάνισης, οικογενειακό και ατομικό ιστορικό, χαρακτηριστικό τύπο και συχνότητα επιληπτικών κρίσεων, συγκεκριμένα εγκεφαλογραφικά και απεικονιστικά χαρακτηριστικά καθώς και πρόγνωση. Τα επιληπτικά σύνδρομα διακρίνονται σε ιδιοπαθή (απουσία εγκεφαλικής βλάβης, συχνή η γενετική προδιάθεση), σε συμπτωματικά (αποτέλεσμα εστιακής ή διάχυτης εγκεφαλικής βλάβης) και σε κρυπτογενή (εγκεφαλική βλάβη πιθανολογείται, αλλά δεν ανιχνεύεται με τα διατιθέμενα μέσα).

Μερικά από τα συχνότερα επιληπτικά σύνδρομα είναι η καλοήθης εστιακή επιληψία με κεντροκροταφικές αιχμές (Ρολάνδειος επιληψία). Το ιδιοπαθές αυτό επιληπτικό σύνδρομο είναι η συχνότερη μορφή επιληψίας στα παιδιά (16% των παιδιών με επιληψία). Η ηλικία έναρξης κυμαίνεται από τα 3 έως τα 11 χρόνια. Οι κρίσεις χαρακτηρίζονται από κλονικές κινήσεις της γωνίας του στόματος ή της παρειάς, σιελόρροια, αιμωδία. Σπάνια, παρατηρείται επέκταση στο χέρι ή το πόδι ή και γενίκευση. Οι κρίσεις είναι σπάνιες (οι μισοί ασθενείς μέχρι 5 επεισόδια) και συνήθως εμφανίζονται στον ύπνο, με διάρκεια 1-2 λεπτά. Αυτόματη ίαση παρατηρείται στο 98-100% με την έναρξη της εφηβείας.

Αφαιρέσεις. Η μορφή αυτή ιδιοπαθούς γενικευμένης επιληψίας αποτελεί το 5% των παιδικών επιληψιών και αφορά περίπου σε ένα στα 1.000 παιδιά. Διακρίνονται 2 επιληπτικά σύνδρομα αφαιρέσεων. Οι παιδικές αφαιρέσεις με ηλικία έναρξης από τον τρίτο μέχρι το δέκατο χρόνο ζωής και οι εφηβικές αφαιρέσεις με έναρξη μετά το 10ο χρόνο ζωής. Οι παιδικές αφαιρέσεις εμφανίζονται πριν από τα 10 χρόνια και είναι συχνότερες στα κορίτσια. Οι κρίσεις διαρκούν 5-20 λεπτά και προκαλούνται εύκολα με υπέρπνοια, ενώ οι ασθενείς εμφανίζουν συνήθως πολλές δεκάδες κρίσεων την ημέρα. Τα επεισόδια συνήθως ελέγχονται εύκολα φαρμακευτικά, ενώ παρατηρείται αυτόματη ίαση στο 80-90% των περιπτώσεων στην αρχή της εφηβείας. Αντίθετα, στις εφηβικές αφαιρέσεις (με έναρξη μετά τα 10 χρόνια), η συχνότητα είναι η ίδια στα δύο φύλλα, οι κρίσεις είναι πολύ αραιότερες και βραχύτερες, ενώ έως και 80% των ασθενών εμφανίζουν και γενικευμένες τονικο-κλονικές κρίσεις. Η πρόγνωση είναι αρκετά καλή, σαφώς, όμως, σε μικρότερο ποσοστό από τις παιδικές αφαιρέσεις.

Νεανική μυοκλονική επιληψία. Αυτή η ιδιοπαθής γενικευμένη επιληψία είναι συχνή (αποτελεί το 5-12% όλων των επιληψιών) και έχει ίση κατανομή στα δύο φύλα. Στην ηλικία των 12 με 18 χρόνων που εμφανίζεται, παρατηρούνται 1-3 νέες περιπτώσεις/1.000 εφήβους ανά έτος. Θετικό οικογενειακό ιστορικό υπάρχει στο ένα τρίτο των ασθενών. Οι ασθενείς αρχικά εμφανίζουν βραχείες πρωινές μυοκλονίες των άνω άκρων. Τα χέρια του ασθενούς "τινάζονται" και του πέφτουν αντικείμενα που κρατά, ενώ πολύ συχνά οι μυοκλονίες αυτές δεν αξιολογούνται από το οικογενειακό περιβάλλον. Στις περισσότερες περιπτώσεις ακολουθούν γενικευμένες τονικοκλονικές κρίσεις μετά 1-3 χρόνια. Δεν είναι σπάνιο να συνυπάρχουν εφηβικές αφαιρέσεις (15%) ή φωτοευαισθησία (30-40% των περιπτώσεων). Ο έλεγχος των κρίσεων συνήθως επιτυγχάνεται εύκολα με τη φαρμακευτική αγωγή, όμως, η διακοπή της οδηγεί κατά κανόνα σε υποτροπή. Απαραίτητη είναι η ενημέρωση ότι η χορήγηση της φαρμακευτικής αγωγής θα είναι πολύ μακρά, ίσως και δια βίου.

Επιληψία με γενικευμένες τονικοκλονικές κρίσεις στην αφύπνιση. Πρόκειται για ιδιοπαθή γενικευμένη επιληψία που εμφανίζεται στην αρχή της εφηβείας. Θετικό οικογενειακό ιστορικό υπάρχει στο 13% των ασθενών και οι κρίσεις είναι σχετικά σπάνιες. Οι πρωινές κρίσεις κατά την αφύπνιση εκλύονται ευκολότερα εάν έχει προηγηθεί ξενύχτι, χρήση οινοπνεύματος ή κατά τη φάση της εμμήνου ρύσσεως. Σε αρκετές περιπτώσεις, η πρώτη κρίση του επιληπτικού αυτού συνδρόμου εμφανίζεται με τα πρώτα έμμηνα.

Φωτοευαίσθητη επιληψία. Ως φωτοευαισθησία ορίζεται η ανεύρεση παθολογικού ή και κλινική αντίδραση στα διαλείποντα φωτεινά ερεθίσματα. Τέτοια φωτοευαισθησία εμφανίζει μέχρι και 2% του πληθυσμού. Αντίθετα, φωτοευαίσθητη επιληψία είναι η εμφάνιση επιληπτικών κρίσεων που προκαλούνται σε συνθήκες καθημερινής ζωής (π.χ. τηλεόραση, video games, φωτορυθμικά, ήλιος μέσα από δένδρα). Σε ποσοστό 40% των ασθενών, η φωτοευαίσθητη επιληψία είναι αμιγής, δηλαδή κρίσεις εμφανίζονται μόνο μετά από κατάλληλο φωτοερεθισμό. Σε ποσοστό 60%, όμως, των ασθενών είναι μικτή, δηλαδή εμφανίζονται κρίσεις και αυτόματα, επιπλέον εκείνων που προκαλούνται από φωτοερεθισμό.

Φωτοπροκλητές κρίσεις είναι δυνατόν να παρατηρηθούν σε διάφορα επιληπτικά σύνδρομα. Οι κρίσεις στη φωτοευαίσθητη επιληψία συνήθως είναι γενικευμένες τονικοκλονικές (84% των περιπτώσεων), ενώ σπανιότερες είναι αφαιρέσεις (6%), εστιακές (2.5%) ή μυοκλονίες (1.5%). Η ηλικία έναρξης της φωτοευαίσθητης επιληψίας είναι τα 8-19 χρόνια και είναι συχνότερη στα κορίτσια, ενώ είναι πολύ συχνό να υπάρχει θετικό οικογενειακό ιστορικό. Σε παιδιά με φωτοευαίσθητη επιληψία, σκόπιμο είναι να λαμβάνονται κάποια προληπτικά μέτρα. Πρέπει να υπάρχει φως στο δωμάτιο με την τηλεόραση και ο ασθενής να παρακολουθεί τη συσκευή από απόσταση τουλάχιστον 3 μέτρων. Προτιμότερες είναι οι συσκευές με οθόνη 100Hz ή υγρών κρυστάλλων. Προσοχή απαιτούν το περιεχόμενο ηλεκτρονικών παιγνιδιών (video games), μερικά των οποίων έχουν πολύ γρήγορες εναλλαγές εικόνων, καθώς και τα φωτορυθμικά χορευτικών κέντρων. Συνιστάται οι έφηβοι να φορούν σκούρα γυαλιά ηλίου και να καλύπτουν το ένα μάτι σε "δύσκολες" στιγμές. Πρέπει να τονισθεί ότι φωτοευαισθησία παρουσιάζει μόνο 5-6% των παιδιών με επιληψία και δεν υπάρχει λόγος να επιβάλλονται άσκοποι περιορισμοί σε όλα τα παιδιά με επιληψία.

Η εξέλιξη της επιληψίας σε σχέση με την εφηβεία εξαρτάται κατά κύριο λόγο από το επιληπτικό σύνδρομο που εμφανίζει ο ασθενής. Σε μερικά επιληπτικά σύνδρομα παρατηρείται αυτόματη ίαση με την έναρξη της εφηβείας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι παιδικές αφαιρέσεις, η καλοήθης εστιακή επιληψία με κεντρο-κροταφικές αιχμές και το σύνδρομο Παναγιωτόπουλου (σε αυτό το τελευταίο, η υποχώρηση των κρίσεων γίνεται ακόμη νωρίτερα). Αντίθετα, υπάρχουν επιληπτικά σύνδρομα που πρωτοεμφανίζονται στην εφηβεία (π.χ. εφηβικές αφαιρέσεις, νεανική μυοκλονική επιληψία, επιληψία με γενικευμένες τονικοκλονικές κρίσεις στην αφύπνιση, φωτοευαίσθητη επιληψία). Τα περισσότερα από τα επιληπτικά σύνδρομα αυτής της κατηγορίας ανήκουν στην κατηγορία των ιδιοπαθών γενικευμένων επιληψιών και καθορίζονται γενετικά.

Η άθληση αποτελεί απαραίτητη δραστηριότητα και ασθενείς με επιληψία που εμφανίζουν ικανοποιητικό έλεγχο των κρίσεων, μπορούν να μετέχουν σε αθλήματα στίβου και γυμναστική, καθώς και σε ομαδικά παιγνίδια (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, τένις κλπ.). Επιτρέπεται η πεζοπορία και η ορειβασία, καλό, όμως, είναι να αποφεύγεται η αναρρίχηση. Επιτρέπεται επίσης η χιονοδρομία (καλύτερα με χρήση κράνους), καθώς και το ποδήλατο (εκτός δρόμου και με τη χρήση κράνους). Ιδιαίτερη προσοχή απαιτούν τα θαλάσσια αθλήματα, λόγω του κινδύνου πνιγμού. Η κολύμβηση στη θάλασσα πρέπει πάντα να γίνεται με συνοδό και όχι σε βαθιά νερά. Η κολύμβηση σε πισίνα επιτρέπεται μόνο με ατομική επιτήρηση. Πρέπει να απαγορεύεται η υποβρύχια κατάδυση, ενώ η ιστιοσανίδα, η ιστιοπλοΐα και το θαλάσσιο σκι είναι προτιμότερο να αποφεύγονται.

Η πορεία ενός ασθενούς με επιληψία εξαρτάται κατά κύριο λόγο από το επιληπτικό σύνδρομο που εμφανίζει. Υπάρχουν επιληπτικά σύνδρομα που κατά κανόνα σταματάνε στην αρχή της εφηβείας, ενώ άλλα που πρωτοεμφανίζονται στην ηλικία αυτή ή που χρονίζουν. Ο καθορισμός του επιληπτικού συνδρόμου ενός ασθενούς βοηθά στην καλύτερη αντιμετώπισή του. Απαραίτητη είναι σωστή ενημέρωση για το πρόβλημά του. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται καλύτερη συνεργασία στη φαρμακοθεραπεία αλλά και στην τήρηση των κάποιων περιορισμών που πρέπει να επιβληθούν. Οι προτάσεις για περιορισμούς κάποιων δραστηριοτήτων πρέπει να γίνονται με σεβασμό στην προσωπικότητα του ατόμου με επιληψία και αφού δοθούν οι ανάλογες επεξηγήσεις.

Εάν είμαστε παρόντες σε ένα επιληπτικό επεισόδιο πρωτεύει η διατήρηση της ψυχραιμίας μας. Είναι σκόπιμο να απομακρύνουμε αντικείμενα γύρω από τον ασθενή, να χαλαρώσουμε τα ρούχα του και να βγάλουμε τα γυαλιά του εάν φοράει. Επίσης, να γυρίσουμε το κεφάλι του στο πλάι ώστε να διατηρηθούν ανοικτοί οι αεραγωγοί προς αποφυγή πνιγμονής και να μην καταπιεί ενδεχόμενα εμέσματα και να βάλουμε κάτι μαλακό κάτω από το κεφάλι του. Όταν αρχίσει να συνέρχεται ή βρίσκεται σε σύγχυση καλό είναι να τον καθησυχάσoυμε.

Είναι σημαντικό να αποφύγουμε τη μετακίνηση του ασθενούς και ούτε να προσπαθήσουμε να συγκρατήσουμε τις κινήσεις του, να μην περιορίζουμε τις κινήσεις του, να αποφύγουμε να βάλουμε οτιδήποτε στο στόμα του και μην προσπαθήσουμε να του το ανοίξουμε, για να αποφύγουμε τον κίνδυνο τραυματισμού ή τα δάκτυλά μας για να μην καταλήξουμε σε κάκωσή τους, καθώς, επίσης, να μην του δώσουμε τίποτα να πιει.

Όταν γνωρίζουμε τις κρίσεις ενός ατόμου και τη συνήθη διάρκειά τους δεν είναι απαραίτητο να καλέσουμε το ασθενοφόρο ή τον γιατρό, εκτός και αν ο σπασμός διαρκεί πολύ ή ο ασθενής χτυπήσει το κεφάλι του πέφτοντας στη έναρξη του σπασμού και δεν ανακτά τις αισθήσεις του ενώ ο σπασμός έχει ήδη σταματήσει ( λογω πιθανής κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης από την πτώση).

Ο παιδαγωγός πρέπει να γνωρίζει για τις κρίσεις του παιδιού από τους γονείς έτσι ώστε να τις αναγνωρίσει και να ειδοποιήσει τους γονείς. Αν δοθεί φαρμακευτική αγωγή ο παιδαγωγός θα πρέπει να πληροφορηθεί για πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου π.χ. υπνηλία, οι οποίες ίσως να επηρεάσουν την επίδοση του παιδιού στο σχολείο. Θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι αρκετές φορές η αντιμετώπιση εκ μέρους των παιδαγωγών δεν είναι η πρέπουσα και ενδεδειγμένη, συνήθως γιατί δεν έχουν εκπαιδευθεί σωστά πάνω στα θέματα υγείας των παιδιών και λιγότερο συχνά γιατί αντιμετωπίζουν το θέμα με αρνητισμό και ευθυνοφοβία. Ο γονέας στην περίπτωση αυτή πρέπει να ζητήσει τη βοήθεια του γιατρού του παιδιού του ο οποίος γραπτά ή προφορικά θα δώσει τις αναγκαίες εξηγήσεις και πληροφορίες.

Στην Ελλάδα ο αριθμός των επιληπτικών ατόμων αγγίζει τις 60.000-70.000. Η επιληψία εδώ και αιώνες τείνει να σχετίζεται με την κακή ακαδημαϊκή επίδοση των μαθητών και τη δυσμενή κοινωνικοσυναισθηματική προσαρμογή των παιδιών. Ωστόσο, η σχολική αποτυχία των παιδιών αποτελεί ένα πολυπαραγοντικό πρόβλημα που απαιτεί τη συνεργασία οικογένειας και ειδικών. Η έγκαιρη ανίχνευση του προβλήματος και αντιμετώπισή του αποτρέπει την απογοήτευση του παιδιού, την περιθωριοποίησή του και τη σχολική εγκατάλειψη.

Σημαντικό παράγοντα σχολικής αποτυχίας αποτελούν οι μαθησιακές διαταραχές που οφείλονται στη δυσλειτουργία των υπεύθυνων νευροφυσιολογικών μηχανισμών που επηρεάζουν την κατανόηση του λόγου, γραπτού και προφορικού, δίχως να ευθύνονται γι' αυτό αισθητηριακές ή ψυχοκινητικές βλάβες και ψυχοσυναισθηματικές δυσκολίες.

Σήμερα, από την επιστημονική κοινότητα είναι ευρέως αποδεκτό πως η επιληψία είναι αλληλένδετη και με δυσλειτουργίες στη γνωστική σφαίρα και πυροδοτεί μαθησιακά, συμπεριφορικά και ψυχιατρικά προβλήματα. Οι μαθησιακές δυσκολίες που θα παρουσιάσει ένα παιδί σχετίζονται και με τον τύπο επιληψίας που παρουσιάζει ένα παιδί.

Στη Ρολάνδιο επιληψία, η οποία είναι και η πιο συχνή, μελέτες καταδεικνύουν τις χαμηλές επιδόσεις στο γραπτό λόγο, στον οπτικοκινητικό συντονισμό, στις δεξιότητες της ανάγνωσης, της αναγνωστικής αντίληψης, της ορθογραφίας, της μνήμης και της προσοχής και φτωχό λεξιλόγιο. Η αφαιρετική παιδική επιληψία έχει, επίσης, σχετιστεί με μαθησιακές και γνωστικές διαταραχές παρουσιάζοντας γλωσσικές και αναγνωστικές διαταραχές, διαταραχές ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας.

Ο ειδικός παιδαγωγός θα πρέπει να είναι σε θέση να εντοπίσει σε ποιούς τομείς ένα παιδί με επιληψία παρουσιάζει δυσκολίες ή ελλείψεις, ούτως ώστε να οργανώσει και να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα που θα λειτουργεί βοηθητικά και υποστηρικτικά με απώτερο στόχο την εξέλιξη, ανάδυση και ανάπτυξη όλων των δυνατοτήτων του παιδιού.

Δυσκολίες Προσοχής που δε σχετίζονται με τη Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας


Μπορεί να είναι το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό, όμως υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που συχνά παραβλέπουμε. Ο δάσκαλος είναι συνηθέστερα ο πρώτος που αναγνωρίζει τη δυσκολία ενός μαθητή, σε σχέση με τα άλλα παιδιά της ηλικίας του, να διατηρήσει την προσοχή του. Ίσως το παιδί να χρειάζεται ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα για να φέρει σε πέρας την σχολική του εργασία ή ίσως, όταν το καλεί ο δάσκαλός, να δείχνει αφηρημένο και αποκομμένο από την ροή του μαθήματος. Μπορεί να δυσκολεύεται να αφομοιώσει τις οδηγίες ή να ξεχνά το τι πρέπει να κάνει. Συχνά μπορεί να χάνει τις σχολικές εργασίες.

Ενώ είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των παιδιών, ειδικά αυτών που βρίσκονται σε νεότερη ηλικία, να έχουν μικρή ικανότητα διατήρησης της προσοχής τους σε σχέση με έναν ενήλικα, εντούτοις, υπάρχουν παιδιά που δυσκολεύονται πολύ περισσότερο από τα υπόλοιπα.

Επειδή η δυσκολία προσοχής είναι ευρέως συσχετισμένη με την ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής - Υπερκινητικότητα), δάσκαλοι, γονείς και ειδικοί τείνουν να θεωρούν την ΔΕΠΥ ως τον νούμερο ένα ύποπτο. Υπάρχουν όμως κι άλλοι παράγοντες που δυσχεραίνουν την ικανότητα προσοχής. Για να αποφευχθεί η λάθος διάγνωση είναι σημαντικό αυτοί οι παράγοντες, αν και δεν είναι πάντοτε αντιληπτοί, να συνυπολογιστούν.

Παρακάτω ακολουθεί μια λίστα με κάποιους από τους παράγοντες που δυσκολεύουν ένα παιδί στο να διατηρήσει την προσοχή του στο σχολείο.

  • Το άγχος συχνά αποσπά την προσοχή των παιδιών


Ένα παιδί που δείχνει να μην εστιάζει στο σχολείο ίσως να έχει χρόνιο άγχος που οι δάσκαλοι (ακόμα και οι γονείς) δεν γνωρίζουν. Υπάρχουν διαφορετικά είδη άγχους, αλλά αυτό που έχουν κοινό μεταξύ τους, όπως λέει ο νευρολόγος και πρώην δάσκαλος Ken Schuster, είναι πως το άγχος «τείνει να κλειδώνει τον εγκέφαλο», κάνοντας το σχολείο δύσκολο για τα αγχώδη παιδιά.

Κάποιο παιδί με άγχος αποχωρισμού μπορεί να είναι τόσο απορροφημένο στην σκέψη πως κάτι κακό συμβαίνει στους γονείς του την ώρα που είναι μακριά τους, που μπορεί να είναι ανίκανο να συγκεντρωθεί στις εργασίες του σχολείου.

Κάποια άλλα παιδιά τρέμουν την πιθανότητα να κάνουν κάποιο λάθος και να ντροπιαστούν. Όταν ο δάσκαλος τους απευθύνει τον λόγο μπορεί να προσπαθήσουν να εξαφανιστούν, σημειώνει ο Dr. Schuster. «Μπορεί να κοιτάξουν κάτω ή να προσποιηθούν πως γράφουν κάτι. Προσπαθούν να σπάσουν τη σύνδεση με τον δάσκαλο θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να αποφύγουν αυτό που τα αγχώνει».

Άλλες φορές, ο λόγος που ένα παιδί χρειάζεται ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα για να ολοκληρώσει μια εργασία στην τάξη είναι όχι γιατί ονειροπολεί, αλλά γιατί παλεύει με την τελειότητα που απαιτεί από τον εαυτό του για να κάνει τα πράγματα ακριβώς όπως πρέπει. Ή μπορεί να μην παραδώσει την εργασία όχι επειδή δεν την έκανε, αλλά επειδή φοβήθηκε πως δεν είναι αρκετά καλή.

  • Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή


Τα παιδιά με OCD (Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή) που συνήθως εμφανίζεται στις τάξεις του δημοτικού, έχουν μία ακόμη πηγή περισπασμού: Δεν έχουν μόνο εμμονικές σκέψεις, αλλά νιώθουν αναγκασμένα να τελούν διάφορα τελετουργικά ή ψυχαναγκασμούς ώστε να αποτρέψουν κάποιο κακό που πρόκειται να συμβεί. Κάποιο παιδί με OCD μπορεί να στοιχίζει ψυχαναγκαστικά τα πράγματά του στο γραφείο, να χτυπά νευρικά τα δάχτυλά του ή να μετρά μέσα στο κεφάλι του. Μπορεί επίσης να εστιάζει στην ανάγκη που νιώθει για να πάει στο μπάνιο ώστε να πλύνει τα χέρια του.
«Ένα παιδί μπορεί να κάθεται στην τάξη έχοντας την εμμονή πως πρέπει να φτιάξει κάτι για να αποφύγει κάποιο κακό. Τότε ο δάσκαλος το ρωτάει κάτι», λέει ο Dr Jerry Bubrick, ανώτατος διευθυντής του Κέντρου Διαταραχών Άγχους και Διάθεσης του ChildMind Institute. «Όταν δεν γνωρίζει την απάντηση στην ερώτηση, φαίνεται σαν να μην έδινε προσοχή, ενώ στην πραγματικότητα ήταν απορροφημένο από κάποιες εμμονές του».
Λόγο του ότι τα παιδιά με OCD συχνά ντρέπονται για τα συμπτώματά τους, μπορεί να φτάσουν στα άκρα για κρύψουν τους ψυχαναγκασμούς τους στο σχολείο. Σε έναν δάσκαλο που αγνοεί το OCD, μπορεί αυτό να μοιάζει με την ΔΕΠΥ, αλλά δεν είναι.

  • Ένα παιδί μπορεί να αποσπάται λόγω γενικευμένου άγχους ή ψυχολογικού τραύματος.


Παιδιά που επίσης μπορεί να παρουσιάζουν ελλειμματική προσοχή είναι αυτά που έχουν βιώσει κάποιο ψυχολογικό τραύμα. Παιδιά που έγιναν μάρτυρες βίας ή κάποιας άλλης επώδυνης εμπειρίας, μπορεί να παρουσιάσουν προβλήματα προσοχής και μόνιμη αίσθηση ανασφάλειας, ονομαζόμενη ως υπερεγρήγορση (hypervigilance).

  • Παιδιά των οποίων η ζωή στο σπίτι εμπεριέχει έντονο άγχος μπορεί να παρουσιάσουν αυτά τα συμπτώματα ή ακόμα και μετατραυματικό στρες.


«Πολλά από τα συμπτώματα του PTSD (διαταραχή μετατραυματικού στρες) μοιάζουν με αυτά της ΔΕΠY» εξηγεί ο Dr. Jamie Howard, διευθυντής του Trauma Response and Education Service at the Child Mind Institute. Τα κοινά συμπτώματα, όπως δυσκολία στη συγκέντρωση, υπερβολικές αντιδράσεις και υπερεργήγορση, μπορεί να κάνουν ένα παιδί να μοιάζει νευρικό και χαμένο».

  • Μαθησιακές δυσκολίες


Όταν ένα παιδί ασχολείται με τα πάντα εκτός από το βιβλίο που πρέπει να διαβάσει, τότε είναι πιθανό να έχει κάποια μαθησιακή διαταραχή. Παιδιά με δυσλεξία στα οποία δεν έχει γίνει διάγνωση μπορεί να νιώθουν ντροπή που δεν είναι ικανά να κάνουν αυτά που τα άλλα παιδιά κάνουν, με αποτέλεσμα να προσπαθούν να το αποκρύψουν.
Αν ένα παιδί δυσκολεύεται με κάποιο μαθηματικό πρόβλημα για παράδειγμα, τότε η διάσπαση της προσοχής που του επιτρέπει να σκεφτεί κάτι άλλο πέρα από το πρόβλημα, είναι καλοδεχούμενη.

Οι δυσκολίες ακουστικής επεξεργασίας μπορούν να έχουν σαν αποτέλεσμα το παιδί, ακόμα κι αν ακούει προσεχτικά τον δάσκαλο, να χάνει διάφορα κομμάτια με αποτέλεσμα να φαίνεται πως είναι αφηρημένο.
Κάποια παιδιά είναι ικανά να αντισταθμίζουν τις μαθησιακές δυσκολίες με περισσότερη δουλειά, μέχρι του σημείου που το μαθησιακό επίπεδο δεν είναι πολύ απαιτητικό.
«Είναι ικανά να κρύβουν τις αδυναμίες τους μέχρι την ηλικία που τα πράγματα γίνονται αρκετά απαιτητικά», σημειώνει η Dr. Nancy Rappaport, καθηγήτρια της ιατρικής σχολής του Havard που ειδικεύεται στην φροντίδα ψυχικής υγείας σε σχολικό περιβάλλον. «Συχνά διαγιγνώσκονται με ΔΕΠΥ ή κατάθλιψη μέχρι κάποιος να αντιληφθεί την μαθησιακή δυσκολία».

Είναι όντως ΔΕΠΥ;
Η έλλειψη προσοχής που ξεπερνά τα τυπικά επίπεδα είναι το ένα από τα τρία συμπτώματα της ΔΕΠΥ, μαζί με την παρορμητικότητα και την υπερκινητικότητα. Κάποια παιδιά παρουσιάζουν μόνο συμπτώματα έλλειψης προσοχής. Η διάγνωση της ΔΕΠΥ δεν πρέπει να γίνεται με βάση μόνο τις αξιολογήσεις του δασκάλου και μια γρήγορη επίσκεψη στον παιδίατρο.

Για να κάνει μια ακριβή διάγνωση ένας ειδικός θα πρέπει να συλλέξει πληροφορίες από διάφορους ανθρώπους που παρατηρούν το παιδί (δασκάλους, φροντιστές κλπ). Θα ζητηθεί από τους γονείς και τους δασκάλους να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο ώστε να γίνει μια ακριβής εκτίμηση της συχνότητας των συμπτωμάτων. Η αξιολόγηση θα πρέπει να συνεχιστεί για μια παρατεταμένη περίοδο και η παρατήρηση θα πρέπει να γίνεται σε περισσότερους από έναν χώρους, στο σπίτι αλλά και στο σχολείο για παράδειγμα. Ο ειδικός θα πρέπει προσεχτικά να αποκλείσει άλλες πιθανές αιτίες για τη συγκεκριμένη συμπεριφορά.

Είναι επίσης απαραίτητο η ικανότητα προσοχής του παιδιού να συγκριθεί με παιδιά της ίδιας ηλικίας και όχι με οποιοδήποτε παιδί βρίσκεται στην ίδια τάξη. Μια μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2012, κατέληξε πως τα αγόρια που είναι νεότερα στην τάξη τους, είναι 30% πιθανότερο να διαγνωστούν με ΔΕΠΥ από τα μεγαλύτερα. Όσον αφορά τα κορίτσια, το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 70%, δείγμα του ότι η ανωριμότητα μπορεί λανθασμένα να μπερδευτεί με ΔΕΠΥ.

Ελεύθερη μετάφραση από Child Mind Institute: Not All Attention Problems Are ADHD

Τα αναπτυξιακά επιτεύγματα του παιδιού


  • στην ηλικία του 1 έτους

- αναγνωρίζει το όνομά του
- λέει 2-3 λέξεις εκτός από το ''μαμά-μπαμπά''
- καταλαβαίνει απλές εντολές
- κατανοεί τις λέξεις που χρησιμοποιεί, π.χ. λέει παράθυρο και δείχνει παράθυρο
- μιμείται γνωστές λέξεις

  • στην ηλικία των 2 ετών

- κατέχει λεξιλόγιο περίπου στις 150-200 λέξεις
- σχηματίζει προτάσεις 2-3 λέξεων
- καταλαβαίνει απλές ερωτήσεις και εντολές
- χρησιμοποιεί λέξεις για να περιγράψει αντικείμενα, πρόσωπα, γεγονότα με το δικό του τρόπο
- κάνει ερωτήσεις, π.χ. ''τί είναι αυτό, γιατί, πού'', κ.τ.λ.
- χρησιμοποιεί αρνητικές φράσεις, π.χ. ''δε θέλω, όχι αυτό'', κ.τ.λ.
- χρησιμοποιεί λέξεις στον πληθυντικό αριθμό
- αναφέρεται στον εαυτό του με το όνομά του
- μιλά στον εαυτό του και με τα παιχνίδια του
- απευθύνεται σε κάποιον για τις ανάγκες του, π.χ. νερό, τουαλέτα, κ.τ.λ.
- αναγνωρίζει τα μέλη του σώματός του
- ονομάζει εικόνες
- ακούει τις ιστορίες που συνοδεύονται από εικόνες
- διατηρεί την προσοχή του για 6-7 λεπτά σε μια δραστηριότητα
- χτίζει έναν απλό πύργο με τα τουβλάκια του

  • στην ηλικία των 3 ετών

- γνωρίζει το επίθετό του, το φύλο του, τον τόπο κατοικίας του
- σχηματίζει προτάσεις 3-4 λέξεων
- μπορεί να πει μια ιστορία σε κάποιον
- μιλά συχνά στον εαυτό του
- αρχίζει να υπακούει και να ανταποκρίνεται σε εντολές που έχουν επιρρήματα, π.χ. ''βάλε μέσα.., άσε κάτω...'', κ.τ.λ.
- μπορεί να επαναλαμβάνει λέξεις, φράσεις, ήχους που ακούει
- κατέχει λεξιλόγιο περίπου των 1.000 λέξεων
- κάνει συχνά ερωτήσεις, π.χ. ''γιατί..''
- μπορεί να εκφράσει με λόγια την κούρασή του
- μπορεί να λέει τους φθόγγους π,φ, χ, μ, ν
- γνωρίζει αρκετά παιδικά τραγούδια, μπορεί να τραγουδάει, να ζωγραφίζει έναν κύκλο με μία κάθετη γραμμή
- είναι σε θέση να ταιριάξει τα βασικά χρώματα και να κατονομάσει κάποια
- γνωρίζει την ημέρα και τη νύχτα
- κατανοεί χρονικές έννοιες όπως ''χθές, σήμερα, μεσημέρι, καλοκαίρι'' και μεγέθη όπως ''μικρό-μεγάλο''

- είναι σε θέση να διατηρήσει την προσοχή του σε μία δραστηριότητα για 8-9 λεπτά

  • στην ηλικία των 4 ετών

- κατέχει λεξιλόγιο με τουλάχιστον 1.500 λέξεων
- σχηματίζει προτάσεις με τουλάχιστον 4-5 λέξεις
- κάνει συχνές ερωτήσεις με σκοπό να ερμηνεύσει τις δικές του σκέψεις
- χρησιμοποιεί ερωτηματικές αντωνυμίες, π.χ. ''ποιός, γιατί'', κ.τ.λ.
- αρχίζει να χρησιμοποιεί δευτερεύουσες προτάσεις
- χρησιμοποιεί σωστά τον χρόνο του αορίστου
- χρησιμοποιεί συντμήσεις λέξεων, π.χ. ''θα'θελα'', κ.τ.λ.
- χρησιμοποιεί υποθετικές λέξεις, π.χ. ''ελπίζω, ίσως'', κ.τ.λ.
- κατανοεί χρονικές έννοιες, π.χ. ''το επόμενο καλοκαίρι, νωρίς το πρωί'', κ.τ.λ.
- μπορεί να ξεχωρίζει σχήματα, π.χ. τετράγωνα, τρίγωνα, σταυρούς
- αναγνωρίζει τέσσερα τουλάχιστον χρώματα, κίτρινο, πράσινο, κόκκινο, μπλε
- είναι σε θέση να ακολουθήσει σύνθετες εντολές για αντικείμενα που δε βρίσκονται στο οπτικό του πεδίο
- μπορεί να διατηρήσει την προσοχή του σε μία δραστηριότητα για περίπου 11-12 λεπτά

  • στην ηλικία των 5 ετών

- κατέχει λεξιλόγιο περίπου στις 2.000 λέξεις
- σχηματίζει προτάσεις με 5-6 λέξεις
- χρησιμοποιεί πολύπλοκες προτάσεις που μπορεί να έχουν και επεξηγηματικό ύφος
- ρωτάει για πληροφορίες
- γνωρίζει τη διεύθυνσή του
- χρησιμοποιεί ενεστώτα, αόριστο και μέλλοντα χρόνο
- μετράει 10 αντικείμενα
- αναγνωρίζει τα κέρματα
- καταλαβαίνει το ''ίδιο'' από το ''διαφορετικό''
- χρησιμοποιεί αντίθετες λέξεις, π.χ. ''μαλακό-σκληρό''
- ξεχωρίζει το δεξί από το αριστερό του χέρι, μόνο πάνω σ'αυτό
- γνωρίζει χωρικές σχέσεις, π.χ. ''πάνω, κάτω, μακριά, κοντά'', κ.τ.λ.
- προσδιορίζει τα αντικείμενα σύμφωνα με τη χρήση τους και γνωρίζει από τί είναι φτιαγμένα
- μπορεί να συνεχίσει μία ιστορία που έχει ξεκινήσει κάποιος άλλος
- είναι σε θέση να διατηρήσει την προσοχή του σε μια δραστηριότητα για 12-13 λεπτά

  • στην ηλικία των 6 ετών

- αρθρώνει σωστά τους φθόγγους
- μιλά δίχως γραμματικά και συντακτικά λάθη
- κατανοεί τις περισσότερες προτάσεις που ακούει
- μπορεί να μετρήσει έως το 30 και να πει της ημέρες της εβδομάδας με τη σωστή σειρά
- κατέχει τη διαδοχική σειρά γεγονότων και είναι σε θέση να διηγηθεί μια ιστορία που έχει 4-5 μέρη
- λέει το όνομά του, τη διεύθυνσή του και γνωρίζει τα γενέθλιά του
- γνωρίζει τις έννοιες του ''σήμερα, χθές, αύριο''
- κάνει ερωτήσεις με το ''γιατί, πως, τι''
- γνωρίζει τις περισσότερες αντίθετες λέξεις και κατανοεί έννοιες όπως ''μακριά, από, προς''

Εφηβεία: μία περίοδος αλλαγών


Οι διάφορες συγκρούσεις που μπορεί να έχουν οι γονείς ή οι εκπαιδευτικού με τους εφήβους σχετίζονται και αφορούν σε σημαντικό βαθμό με τις αλλαγές που συμβαίνουν κατά την εφηβεία, αλλαγές τόσο ορμονικές, βιολογικές όσο και συναισθηματικές, διανοητικές και κοινωνικές.


Οι βιολογικές αλλαγές
Οι ορμόνες που υπάρχουν στα σώματα των αγοριών και των κοριτσιών είναι υπεύθυνες για τις μετατροπές στην ανάπτυξή τους. Τα αγόρια αποκτούν περισσότερη μυϊκή μάζα, ψηλώνουν απότομα, τα γεννητικά τους όργανα μεγαλώνουν και οι όρχεις καθίστανται ικανοί για σπερματογένεση. Ο χώρος του εφηβαίου και οι μασχάλες αποκτούν τρίχωση και το πρώτο χνούδι ξεπροβάλει στο πρόσωπο. Τα οστά του σώματος αναπτύσσονται με γοργούς ρυθμούς, με αποτέλεσμα για κάποια περίοδο να φαίνεται πως έχουν δυσανάλογα μακριά χέρια και πόδια. Η φωνή σπάει, κυμαίνεται από πολύ χαμηλούς σε πολύ υψηλούς τόνους για να έρθει και να σταθεροποιηθεί στην βραχνάδα της ανδρικής φωνής. Ενώ στα αγόρια το πιο ορατό και χαρακτηριστικό σημάδι της επίδρασης των ορμονών του φύλου είναι οι ονειρώξεις, στα κορίτσια το πιο εντυπωσιακό τέτοιο σημάδι είναι η έμμηνος ρήση.. Κατά την ήβη το σώμα των κοριτσιών αρχίζει να αποκτά περισσότερο λιπώδη ιστό και να στρογγυλεύει. Το στήθος αναπτύσσεται, και με γεωμετρικούς προόδους, το βιολογικό υπόβαθρο της εφήβου ετοιμάζεται ώστε να της επιτρέψει αργότερα να γίνει μητέρα. Η φωνή των κοριτσιών επίσης παίρνει μια χαρακτηριστική χροιά, μπορεί για κάποιο χρονικό διάστημα να γίνει ιδιαίτερα βραχνή και να σπάει, για να σταθεροποιηθεί αργότερα στην χαρακτηριστική φωνή της γυναίκας. Όπως θα δούμε παρακάτω το πρώτο συναίσθημα που αντιμετωπίζει ο έφηβος είναι ο φόβος, ο τρόμος για όλες τις αλλαγές που συμβαίνουν επάνω του. Όση πληροφόρηση κι αν παράσχουμε στα παιδιά πριν την έναρξη της εφηβείας για αυτά που θα συμβούν στο σώμα τους, τα παιδιά είναι αναπόφευκτο να ανησυχήσουν και να τρομάξουν με τις αλλαγές αυτές. Ο φόβος αυτός είναι απόλυτα φυσιολογικός, και συχνά θα συγκρούεται με το αίσθημα της υπερηφάνειας, το αίσθημα της χαράς πως μεγαλώνουν, πως αφήνουν πίσω τους την παιδική ηλικία και μπαίνουν αργά αλλά σταθερά στη φάση της ενήλικης ζωής. Βέβαια, το να αφήνουμε πίσω μας μια ηλικία, και ειδικότερα την παιδική ηλικία είναι κάτι που πονάει, όπως πονάει οποιοσδήποτε αποχωρισμός. Οι έφηβοι το διαισθάνονται αυτό και μπορεί να έχουν κρίσεις ταυτότητας και μελαγχολίας.


Οι Διανοητικές Αλλαγές
Στην εφηβεία γίνεται η ολοκλήρωση της διανοητικής ανάπτυξης των παιδιών. Οι έφηβοι περνούν από το στάδιο της ενεργητικής νοημοσύνης, στο στάδιο της τυπικής νοημοσύνης. Αυτό σημαίνει πως οι έφηβοι δεν βασίζονται μόνο στην εμπειρία τους, η σκέψη τους μπορεί να πάει πολύ μακρύτερα από όσα έχουν ζήσει. Αναπτύσσουν αυτό που λέμε αφηρημένη σκέψη, που πάει πέρα από την στενή καθημερινή εμπειρία, κι αντίθετα έχει την ικανότητα να προσεγγίζει το άπειρο. Μπορούν να κάνουν λογικές υποθέσεις και να τις ελέγξουν για το κατά πόσο ισχύουν. Μπορούν να κάνουν συσχετίσεις και να σκέφτονται επαγωγικά, δηλαδή να βγάζουν συμπεράσματα για μια κατάσταση, βάση των όσων γνωρίζουν σχετικά με μια άλλη ανάλογη κατάσταση. Όλη αυτή η διανοητική έκρηξη σαστίζει τους έφηβους. Βλέπουν πόσες πολλές επιλογές έχουν σε διανοητικό επίπεδο, και παίζουν με αφηρημένες έννοιες. Ελέγχουν την ορθότητα των όσων έχουν διδαχθεί με τη βοήθεια των νεοαποκτηθέντων νοητικών τους ικανοτήτων. Πολλές φορές απορροφώνται από αφηρημένες σκέψεις και κάνουν διανοητικά παιχνίδια. Όλα αυτά μας δείχνουν πως ο έφηβος αποκτά μια ισχυρότερη και πιο πλατιά ικανότητα για ανάλυση και έλεγχο της πραγματικότητας, ιδιότητα που θα του φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη όταν παρουσιάσει τις πρώτες τάσεις αμφισβήτησης.


Οι συναισθηματικές αλλαγές
Ο έφηβος ακόμα δεν έχει μια σταθερή ταυτότητα, καθώς ο εαυτός του αλλάζει καθημερινά. Δοκιμάζει διάφορους ρόλους και ταυτότητες ώστε να δει ποια του ταιριάζει καλύτερα. Όσο ήταν παιδί ο έφηβος, έβλεπε τους γονείς και τους δασκάλους του σαν πρότυπα. Αυτή η σιγουριά του για αυτά τα πρότυπα εξασθενεί, κι αρχίζει κρυφά ή φανερά να τα αμφισβητεί και να διερευνά τα όριά τους. Το πιο επώδυνο στάδιο αυτής της αμφισβήτησης και της απομυθοποίησης είναι όταν οι έφηβοι καταλάβουν πως οι γονείς τους είναι κοινοί θνητοί με αδυναμίες και ελαττώματα, και πως τα προηγούμενα χρόνια που προσπαθούσαν να τους μοιάσουν, θεωρώντας πως μιμούνταν την τελειότητα, ουσιαστικά κυνηγούσαν μια ουτοπία. Ο έφηβος λοιπόν, μέσα από την αποκαθήλωση των γονιών του νιώθει απογοήτευση, θυμό, γιατί είχε ξεγελαστεί τόσα χρόνια, και άγχος για το πώς θα καλύψει το κενό αυτό. Σταδιακά, θα στραφεί σε παρέες συνομηλίκων, θα ψάξει για νέα πρότυπα, θα θεοποιήσει σύμβολα της μαζικής κουλτούρας, όπως μουσικά συγκροτήματα και ηθοποιούς, θα αναζητήσει έναν αληθινό μύθο για να αντικαταστήσει το πεσμένο μύθο των γονιών του. Αυτή η αναζήτηση είναι επώδυνη για τους γονείς που νιώθουν πως αποκαθηλώνονται από τα παιδιά τους και συνάμα μπορεί να γίνει επικίνδυνη για τους εφήβους που μπορεί να στραφούν σε μη γνήσια κι επικίνδυνα πρότυπα.


Ο ρόλος των γονιών σε αυτό είναι δύσκολος και υπεύθυνος. Από τη μια πρέπει να ξεπεράσουν το ναρκισσιστικό τους πλήγμα, και να αποδεχτούν την απομυθοποίησή τους, κι από την άλλη με επιμονή και υπομονή θα πρέπει να προασπίζουν τα όριά τους και να προβάλουν σαν μια σταθερή βάση στην οποία ο έφηβος μπορεί να στηριχτεί για να πάει παραπέρα. Ένας κίνδυνος που ελλοχεύει σε αυτή τη διαδικασία, έχει να κάνει με τις παρέες στις οποίες ο έφηβος θα αφοσιωθεί για να καλύψει αυτό του το κενό. Οι παρέες που σχηματίζουν οι έφηβοι συνήθως χαρακτηρίζονται από πολύ έντονους συναισθηματικούς δεσμούς, και διέπονται από αυστηρά άτυπα ή και τυπικά καταστατικά συμπεριφοράς. Θέλουν όλοι μαζί να έχουν μια κοινή ταυτότητα για να νιώθουν πιο δυνατοί στο να αφήσουν πίσω την παιδική ηλικία, να συμβιβαστούν με την επώδυνη αποϊδανιοκοποίηση των γονιών τους και να δοκιμάσουν τα όριά τους. Έτσι, στα πλαίσια τέτοιων ομάδων οι έφηβοι υιοθετούν ίδιο ντύσιμο, λεξιλόγιο και συμπεριφορά και μπορεί να φτάσουν μέχρι και στη διάπραξη αξιόποινων πράξεων ή σε πράξεις που σε άλλη φάση της ζωής τους θα θεωρούνταν ψυχοπαθολογικές. Όλα αυτά τους είναι απαραίτητα για να θρηνήσουν, να πάρουν δύναμη ο ένας από τον άλλο και να προχωρήσουν παραπέρα δοκιμάζοντας τα νέα τους όρια.


Ωστόσο αυτές οι εκδηλώσεις θορυβούν ιδιαίτερα τους γονείς τους, και καμιά φορά τους φέρνουν σε απόγνωση. Μια στάση που συνδυάζει την επιείκεια και την αποδοχή, με τη θέσπιση ξεκάθαρων ορίων και την προάσπιση των αξιών είναι ίσως η πιο βοηθητική, καθώς δίνει στον έφηβο τα όρια που αναζητά χωρίς να μπλοκάρει την επικοινωνία του μαζί μας. Κάτι άλλο που μπορεί να θορυβήσει τους γονείς, σε αυτή την ηλικία, είναι η ποιότητα των προτύπων που τα παιδιά τους υιοθετούν. Οι έφηβοι τείνουν να απορρίπτουν τα παραδοσιακά πρότυπα καθώς αυτά είναι αντιπροσωπευτικά των γονιών τους, και μέσα στη λαίλαπα της κατάρριψης των γονικών προτύπων συμπαρασύρονται κι αυτά. Έτσι, στρέφονται σε άλλα πρότυπα της μαζικής κουλτούρας κυρίως μουσικούς, αθλητές και παλιότερα πολιτικούς. Θέλουν να τους μοιάσουν, μιμούνται το ντύσιμό τους και επαναλαμβάνουν τα κλισέ τους. Η κύρια ανάγκη, ωστόσο, των εφήβων είναι η γνησιότητα, δεν θέλουν να ξαναζήσουν μια νέα αποϊδανικοποίηση για αυτό και ανεβάζουν τα πρότυπά τους σε ένα βάθρο και φροντίζουν με κάθε τρόπο να υπερασπίζονται την τελειότητά τους.


Είναι ευθύνη της κοινωνίας μας, και της εκπαίδευσής μας η προβολή γνήσιων προτύπων, προτύπων πέρα από τη σφαίρα της εμπορικής εκμετάλλευσης. Δυστυχώς ζούμε στην εποχή που όλα είναι αναλώσιμα ακόμα και τα πρότυπα και οι ιδεολογίες. Έτσι οι έφηβοι σήμερα, σπάνια έχουν κάποιο πρότυπο από το οποίο δεν απορρέουν κάποια οικονομικά οφέλη. Από την άλλη, οι γονείς κάνοντας κριτική στα πρότυπα των εφήβων, το μόνο που καταφέρνουν είναι το να απομακρύνουν τα παιδιά τους από τους ίδιους, και να διευρύνουν το χάσμα ανάμεσά τους. Ο έφηβος δεν υπερασπίζεται την ανωτερότητα του προτύπου του αλλά την ανάγκη του να καλύψει τα συναισθηματικά του κενά, ανάγκη αναντίρρητη και ζωτική. Η οικογένεια και η κοινωνία γενικότερα οφείλει αφενός μεν να το σεβαστεί αυτό, κι από την άλλη να είναι σε θέση να του δώσει τα κατάλληλα πρότυπα. Όπως είδαμε, κατά την εφηβεία έχουμε έντονες συναισθηματικές αλλαγές, οι έφηβοι τρομάζουν μπροστά στην απομυθοποίηση των γονιών τους, δημιουργούν παρέες με έντονους συναισθηματικούς δεσμούς και στρέφονται σε πρότυπα έξω από την οικογένειά τους για να αναπληρώσουν αυτό τους το συναισθηματικό κενό.


Χαρακτηριστικά Προβλήματα της Εφηβείας

  • Χρήση Νόμιμων και Παράνομων Ουσιών:

Η τάση των εφήβων να εξαρτώνται από αυτά έχει να κάνει με τα χαρακτηριστικά της εύθραυστης εφηβικής προσωπικότητας: Χαμηλή αυτοεκτίμηση, που διογκώνεται και ξεφουσκώνει τάχιστα, άγχος, δυσκολία στις κοινωνικές σχέσεις, περιέργεια η, ανάγκη συμμετοχής σε μια παρέα, η επιθυμία τους να δείξουν πως μεγάλωσαν, η αμφισβήτηση των κοινωνικών κανόνων, όλα αυτά αποτελούν ευαίσθητους παράγοντες που δύνανται να οδηγήσουν τους εφήβους στη δοκιμή αρχικά και στον εθισμό μετέπειτα σε εξαρτησιογόνες ουσίες. Δεν μπαίνω στον πειρασμό να προτείνω λύσεις για το θέμα αυτό. Οι ρίζες του είναι τόσο βαθιές και πολυσύνθετες και μια επιφανειακή και ευκαιριακή του προσέγγιση θα ήταν ανεύθυνη. Δυστυχώς τα ναρκωτικά έχουν συνυφαστεί με τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης κατά την εφηβεία, με το μεγάλωμα του εφήβου και οποιαδήποτε αντιμετώπιση πρέπει να το λαβαίνει αυτό υπόψιν της.

  • Διαταραχές διατροφής:

Στις διαταραχές διατροφής εντάσσονται η νευρική ανορεξία και η βουλιμία. Οι διαταραχές αυτές δεν είναι τόσο συχνές όσο η κατάχρηση εξαρτησιογόνων ουσιών αλλά η συχνότητά τους αυξάνεται ανησυχητικά τα τελευταία χρόνια και είναι θανατηφόρες, η ανορεξία μάλιστα σε ένα ποσοστό 10 % των περιπτώσεων. Η νευρική ανορεξία πλήττει πολύ πιο συχνά τα κορίτσια από ότι τα αγόρια και μπορεί να εγκαθιδρυθεί ακόμα κι από την ηλικία των 12 ετών. Χαρακτηρίζεται από μια έντονη ενασχόληση του εφήβου με το σώμα του και το φόβο της παχυσαρκίας. Τα άτομα με νευρική ανορεξία πιστεύουν πως είναι παχύσαρκα ακόμα κι αν είναι σκελετωμένα. Απέχουν συστηματικά από το φαγητό και βρίσκονται σε δίαιτες διαρκείας. Συχνά έχουν βουλιμικά επεισόδια κατά τα οποία καταβροχθίζουν μεγάλες ποσότητες φαγητού και μετά της αφαιρούν με προκλητό εμετό. Είναι μια αρκετά επικίνδυνη κατάσταση καθώς αν δεν αντιμετωπισθεί οδηγεί σε ασιτία και σε κάποιες περιπτώσεις στο θάνατο. Αντίθετα η βουλιμία χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενα επεισόδια καταβρόχθισης φαγητού που συχνά συνοδεύονται από εμετό. Τα βουλιμικά άτομα μέσα από τους επαναλαμβανόμενους εμετούς διαταράσσουν το πεπτικό τους σύστημα και την ηλεκτρολυτική τους ισορροπία με δυσάρεστες επιπτώσεις. Όπως γίνεται κατανοητό και οι δύο αυτές διαταραχές είναι αρκετά σοβαρές και χρήζουν εξειδικευμένης και άμεσης αντιμετώπισης. Αν και πολλοί παράγοντες έχουν ενοχοποιηθεί ως υπεύθυνοι για τη γένεση και τη συντήρηση αυτών των διαταραχών, τελευταία έχει γίνει σαφές πως πρόκειται για πολιτισμικές διαταραχές. Αυτό σημαίνει πως γεννιούνται και συντηρούνται στη βάση των προτύπων ομορφιάς που προβάλει κάθε κοινωνία. Έτσι σε χώρες της Αφρικής και σε άλλες κοινωνίες που δεν προβάλλονται τα καχεκτικά μοντέλα ως πρότυπο ομορφιάς, οι διαταραχές αυτές είναι άγνωστες. Και πάλι ένοχοι φαίνεται να είναι οι εμπορικές εταιρείας μόδας κι ομορφιάς, οι οποίες για να μεγιστοποιήσουν το κέρδος τους, προβάλλουν τον υποσιτισμό ως πρότυπο κομψότητας. Όπως και να' χει η νευρική ανορεξία και η νευρική βουλιμία είναι δυνητικά θανατηφόρες διαταραχές που πρέπει να αντιμετωπίζονται στα πρώτα τους στάδια με τη δέουσα σοβαρότητα.

  • Σχέσεις των εφήβων με το άλλο φύλο:

Οι σχέσεις με το άλλο φύλο αποτελούν μια πηγή ευχαρίστησης και άγχους ταυτόχρονα, που μπορεί να έχει πολύ βοηθητικές αλλά και δυσάρεστες συνέπειες. Οι έφηβοι θέλουν να αρέσουν στο άλλο φύλο, ώστε να νιώσουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και να διαπιστώσουν πως μπορούν να παίξουν σωστά τους νεοαποκτηθέντες τους ρόλους του άντρα και της γυναίκας. Από την άλλη ωστόσο, είναι άπειροι, η αυτοπεποίθησή τους είναι εύθραυστη και τα όρια τους ασαφή. Έτσι, τείνουν να ερωτεύονται - πλατωνικά και μη - να εξιδανικεύουν τους συντρόφους τους, να δίνουν υποσχέσεις παντοτινής αγάπης και να πληγώνονται έντονα. Όλα αυτά τα παιχνίδια είναι απαραίτητα ώστε οι έφηβοι να μπορέσουν να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους, και να αποκτήσουν πολύτιμες εμπειρίες για το μέλλον. Προσοχή χρειάζεται ώστε οι έφηβοι να είναι ενημερωμένοι γύρω από το σεξ και την αντισύλληψη και σε καμιά περίπτωση να μην κάνουν κάτι παρορμητικό για το οποίο δεν είναι απολύτως σίγουροι. Κατά τη γνώμη μου η κύρια - αλλά όχι η μόνη - πηγή πληροφόρησης των εφήβων για το σεξ δεν πρέπει να είναι ούτε οι συνομήλικοί τους, αλλά ούτε και οι επιστήμονες. Στην πρώτη περίπτωση η πληροφόρηση θα είναι ανεύθυνη, στη δεύτερη θα είναι ψυχρή και μηχανική. Οι γονείς είναι αυτοί που μπορούν υπεύθυνα και με ευαισθησία να μεταδώσουν στα παιδιά τους όλα όσα πρέπει να ξέρουν για το σεξ. Κάπου εδώ τελειώνει η σημερινή μας διάλεξη για την εφηβεία. Θέλω να κλείσω τονίζοντας πως η εφηβεία είναι, και πρέπει να είναι, μια υπέροχη περίοδος αποκαλύψεων κι έντονων εμπειριών. Εμείς οι μεγάλοι πρέπει να παρέχουμε στους εφήβους ένα δίκτυ ασφαλείας, να αποτελούμε μια σταθερή βάση ώστε οι εξερευνήσεις των εφήβων να γίνονται με ασφάλεια. Στην εφηβεία οι συγκρούσεις είναι απαραίτητες και η απουσία συγκρούσεων μάλλον είναι αυτή που θα πρέπει να μας θορυβήσει. Οι γονείς καλούνται να οπλιστούν με υπομονή, επιμονή και χιούμορ ώστε να συνοδεύσουν τα παιδιά τους στο ταξίδι τους προς τον κόσμο των ενηλίκων. 

Τί είναι η Ειδική Γλωσσική Διαταραχή;


Τα παιδιά με δυσκολίες στην ομιλία ή στην γλωσσική ανάπτυξη έχουν μετέπειτα υψηλό κίνδυνο εμφάνισης δυσκολιών στον γραπτό λόγο, με αποτέλεσμα χαμηλές μαθησιακές και σχολικές επιδόσεις. Αν ένα παιδί παρουσιάζει ελλείμματα τόσο στη γλώσσα όσο και στις σχολικές του επιδόσεις, οι οποίες αντιστοιχούν σε παιδί μικρότερα ηλικίας, τότε πάσχει από ειδική γλωσσική διαταραχή. Τα προβλήματα στον λόγο του το πιθανότερο είναι να ξεκίνησαν από την προσχολική του ηλικία, από τα πρώτα στάδια εκμάθηση της γλώσσας – πριν από την ηλικία των 4 ετών.

Συνήθως οι γονείς το πρόβλημα αυτό το αντιμετώπισαν με το συνηθισμένο «θα περάσει μέχρι να πάει στο σχολείο». Μεγαλώνοντας εμφανίζει μαθησιακή υποεπίδοση, που δυσκολεύεται να παρακολουθήσει την παράδοση του μαθήματος, να ακολουθήσει προφορικές οδηγίες και φυσικά το παιδί κλείνεται στον εαυτό του. Και τότε σημάνει κυριολεκτικά συναγερμός στην οικογένεια για το τι συμβαίνει.

Τα παιδιά αυτά παρουσιάζουν Ειδική Γλωσσική Διαταραχή (ΕΓΔ). H διαταραχή δεν είναι ομοιογενή και δεν αφορά σε μια ομοιογενή ομάδα, γιατί οι δυσκολίες εμφανίζονται σε διαφορετικό βαθμό σε μερικούς ή σε όλους τους τομείς της γλώσσας. Για να γίνει η διάγνωση της ΕΓΔ ή Εξελικτικής Δυσφασίας – όπως συχνά αναφέρεται – πρέπει να αποκλείσουμε προβλήματα όπως νοητική υστέρηση, προβλήματα ακοής, αυτισμό ή νευρολογικές βλάβες.

Σε γενικές γραμμές, παιδιά με ΕΓΔ παρουσιάζουν από μικρή ηλικία καθυστέρηση στην κατανόηση και στην έκφραση του λόγου τους, η οποία συνεχίζεται και στη μετέπειτα ζωή τους, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, ιδιαίτερα όταν οι δυσκολίες αφορούν στην κατανόηση τόσο του προφορικού όσο και του γραπτού λόγου.

Στην κατανόηση του προφορικού λόγου
Δυσκολία στην κατανόηση της γραμματικής. Το παιδί δεν αντιλαμβάνεται τη μέση και παθηπκή φωνή,τις χωροχρονικές έννοιες όπως αύριο, αργότερα κλπ., τις αφηρημένες έννοιες, τους ιδιωματισμούς τις μεταφορές, τις παρομοιώσεις και γενικά τις πιο ετητηδευμένες εκφράσει. Επίσης, δυσκολεύεται στην εκτέλεση σύνθετων προφορικών οδηγιών.

Δυσκολία παρουσιάζει, παράλληλα, στη συμμετοχή αλλά και στη διατήρηση του διαλόγου π.χ. με έναν συμμαθητή του, γιατί πολλές φορές δεν καταλαβαίνει το περιεχόμενο της συζήτησης. Τα ελλείμματά του εμφανίζονται και στην κατανόηση της ανάγνωσης δηλαδή στο νόημα του κειμένου. Δυσκολεύεται να απομνημονεύσει και να ανακαλέσει τη σημαντική πληροφόρηση του κειμένου. Αυτό το τελευταίο δείχνει να συνδέει την ΕΓΔ με προβλήματα στη βραχυπρόθεσμη μνήμη. Οι δε ρυθμοί του σε όλες τις διεργασίες είναι αργοί και η μάθηση γίνεται μια επίπονη διαδικασία για το παιδί και τους γονείς του.

Στην έκφραση του προφορικού λόγου
Παιδιά με ΕΓΔ έχουν φτωχό λεξιλόγιο, αποφεύγουν σύνθετες λέξεις, ενώ οι προτάσεις τους είναι πολύ απλές για την ηλικία τους. H συντακτική και γραμματική τους δομή παρουσιάζει προβλήματα (στο οριστικό άρθρο, στις αντωνυμίες στους συνδέσμου5, στις πτώσεις) για τα μικρότερα παιδιά, ενώ στις μεγαλύτερε5 ηλικίες δυσκολεύονται να βρουν τις κατάλληλες λέξεις για να εκφραστούν, δεν χρησιμοποιούν διευρυμένες προτάσεις και δυσκολεύονται να διηγηθούν γεγονότα με τη σωστή σειρά. Το ίδιο χαρακτηρίζει και τον γραπτό τους λόγο: ορθογραφικά (γραμματικά) λάθη, ασύνδετες – εκτός θέματος – προτάσεις, επαναλήψεις, μικρές προτάσεις χωρίς εννοιολογικό περιεχόμενο.

Ψυχοσυναισθηματικά προβλήματα
Πολλά απ αυτά τα παιδιά έχουν ενταχθεί σε μεγαλύτερες ηλικίες σε θεραπευτικά σχήματα, με κύρια αιτία παραπομπής τη μαθησιακή υποεπίδοση και όχι τα γλωσσικά τους ελλείμματα. Βιώνουν λοιπόν πολλές άσχημες στιγμές – ιδίως στο σχολικό τους περιβάλλον: πολλές προσβολές από τους συμμαθητές τους, ματαίωση από τους γονείς τους και μερικές φορές αμφισβήτηση και από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Είναι τα μοναχικά παιδιά της τάξης ή αυτά με την προκλητική συμπεριφορά ή ακόμα και εκείνα που πάσχουν από άγχος και κατάθλιψη. Χρειάζονται τόνωση της αυτοπεποίθησής τους, υπομονή και ενεργοποίηση των δυνατών τους σημείων.

Θεραπεία
Οι θεραπευτικοί τους στόχοι είναι εξατομικευμένοι και προκύπτουν έπειτα από λεπτομερή αξιολόγηση ου προφορικού και του γραπτού λόγου με ειδικά ανιχνευτικά εργαλεία. Εκτός από τις στοχευόμενες τεχνικές του ειδικού, το παιδί μπορεί παράλληλα να βοηθηθεί μέσα από δραστηριότητες όπως η ανάγνωση παραμυθιών από τον δάσκαλο ή και τον γονέα, κάτι που θα το βοηθήσει να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα του σε διάφορα επικοινωνιακά επίπεδα. Να αφηγηθεί αυτά που άκουσε μέσα από τη διήγηση της ιστορίας, να διευρύνει το λεξιλόγιό του, να βελτιώσει την οργάνωση των προτάσεων του, να απαντά σε ερωτήσει, να συγκρατεί στο κείμενο τις σημαντικές λέξεις -κλειδιά, να κάνει ερωτήσεις να παίρνει μέρος σε διαλόγους να γράφει και, τέλος, ακόμα και να ζωγραφίσει τα σημεία της ιστορίας που το εντυπωσίασαν.
Έμφαση πρέπει να δοθεί στην πρόληψη, στην έγκαιρη διάγνωση παιδιών με δυσκολίες στην ομιλία ή στη γλωσσική τους ανάπτυξη, αφού διατρέχουν υψηλό κίνδυνο εμφάνισης δυσκολιών στον γραπτό λόγο πηγαίνοντας σχολείο.

Προβλήματα λόγου και ομιλίας στα παιδιά


Συχνά τα παιδιά έχουν δυσκολίες στην ομιλία και στο λόγο. Τα πιο καθοριστικά για την εξέλιξη της ομιλίας και του λόγου ενός παιδιού είναι από 1½ έως 4½ χρόνων. όπως σε όλους τους τομείς τις ανάπτυξης, έτσι και στο λόγο το κάθε παιδί ακολουθεί το δικό του ρυθμό εξέλιξης. Έτσι, ένα παιδί π.χ. μπορεί να περπατήσει σε ηλικία 10 μηνών και ένα άλλο στους 16 μήνες, χωρίς αυτό αναγκαστικά να σημαίνει ότι το πρώτο είναι πιο ώριμο, πιο έξυπνο.

Υπάρχουν όμως ορισμένα χρονικά όρια που αν το παιδί τα περάσει, οι γονείς, ή αυτοί που ασχολούνται με το παιδί, πρέπει να ζητήσουν τη γνώμη του ειδικού. Αν η ομιλία και ο λόγος ενός παιδιού υστερούν σημαντικά από το επίπεδο της ομιλίας και του λόγου των παιδιών της ηλικίας του δεν πρέπει να πούμε "δεν πειράζει, μικρό είναι θα μιλήσει αργότερα". Η καλή λεκτική επικοινωνία με τους άλλους είναι απαραίτητη για την ομαλή συναισθηματική και κοινωνική εξέλιξη του παιδιού. Όπως επίσης και πολλά ψυχολογικά προβλήματα εκδηλώνονται με δυσκολίες στην ομιλία και στο λόγο.

Ανάλογα με την ηλικία του, θα πρέπει να ανησυχήσετε όταν το παιδί:
18 μηνών- λέει μόνο φωνήεντα και καθόλου σύμφωνα. Χρησιμοποιεί 2-3 λέξεις δυσνόητες ή λέει 2-3 λέξεις αλλά δεν τις χρησιμοποιεί πάντα για να δηλώσει το ίδιο πράγμα, π.χ. βλέποντας τη μαμά λέει "μαμά", αλλά το λέει κι όταν βλέπει τον μπαμπά τον αδελφό κ.λ.π.
2 χρόνων- όταν το λεξιλόγιο του, εκτός από το "μαμά", αποτελείται από λίγες και δυσκατάληπτες λέξεις και δεν παραθέτει δύο λέξεις, σχηματίζοντας προτάσεις του τύπου "μαμά πα" δηλαδή "η μαμά πάει έφυγε".
3 χρόνων -όταν η ομιλία του εξακολουθεί να είναι δυσνόητη, το λεξιλόγιο του περιορισμένο σε ουσιαστικά και λίγα ή καθόλου ρήματα, δεν χρησιμοποιεί άρθρα, επίθετα, επιρρήματα, προθέσεις, δεν έχει την έννοια του πληθυντικού και δεν σχηματίζει απλές προτάσεις π.χ. "η Άννα πίνει γάλα".
4 χρόνων -όταν οι προτάσεις του είναι μικρές και όχι σωστά οργανωμένες, π.χ. λέει "όχι φάω" αντί να λέει "δεν θέλω να φάω", ή λέει "θέλω να πάω τι κούνιε" αντί να λέει "θέλω να πάω στις κούνιες" Η ομιλία του δεν είναι πάντα κατανοητή π.χ. αφαιρεί συλλαβές από πολυσύλλαβες λέξεις, δεν λέει απλά συμπλέγματα συμφώνων όπως "κλαίω", "πλένω". Δεν μπορεί να διηγηθεί απλά και πρόσφατα γεγονότα.
5 χρόνων- όταν το λεξιλόγιο του είναι περιορισμένο, και οι προτάσεις του μικρές και φτωχές σε περιεχόμενο. Σ' αυτή την ηλικία το παιδί πρέπει να χρησιμοποιεί προτάσεις με 10-11 λέξεις. Όταν δεν μπορεί άνετα να διηγηθεί ένα γεγονός και στην ομιλία του κάνει πολλά σφάλματα. Σ' αυτή την ηλικία υπάρχει ανοχή μόνο για τους φθόγγους "σ", "δ", "θ" και "ρ" τους οποίους μπορεί ακόμα να μην προφέρει σωστά.

Όποια ηλικία και αν έχει το παιδί, καλό είναι να συμβουλευτείτε έναν ειδικό αν:
- Η φωνή του παιδιού είναι μονότονη, πολύ δυνατή ή πολύ σιγανή και αν η χροιά της δεν είναι ανάλογη με την ηλικία και στην εφηβεία αν δεν είναι ανάλογη με το φύλο του.
- Αν το παιδί μιλάει με τη μύτη.
- Αν δυσκολεύεται να αρχίσει μια φράση ή επαναλαμβάνει συλλαβές ή λέξεις.
- Αν ξαφνικά και απότομα σταματήσει να μιλάει ή η ομιλία και ο λόγος του αντί να βελτιώνονται, χειροτερεύουν.
- Αν το παιδί, έχοντας μια αντικειμενικά μικρή δυσκολία ενοχλείται πολύ και το συζητά επίμονα με τους γονείς του.

Γνωριμία με τον αυτισμό


Η αυτιστική διαταραχή κατά γενική ομολογία είναι γνωστή ως αυτισμός, ο οποίος εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία των διαταραχών αυτιστικού φάσματος. Χαρακτηρίζονται από σοβαρές δυσκολίες σε πολλούς αναπτυξιακούς τομείς. Στα διεθνή επιστημονικά συστήματα ταξινόμησης είναι νευροψυχιατρικές καταστάσεις που εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία έκφρασης που προκύπτουν από πολυπαραγοντικές αναπτυξιακές δυσλειτουργίες του κεντρικού νευρικού συστήματος. Οι πιο σοβαρές δυσκολίες εντοπίζονται στο φάσμα της κοινωνικής αλληλεπίδρασης του παιδιού και των δεξιοτήτων επικοινωνίας. Επιπλέον, παρατηρούνται στερεότυπες μορφές συμπεριφοράς και έντονη ενασχόληση με συγκεκριμένες δραστηριότητες ή ενδιαφέροντα.


Ο αυτισμός αποτελεί μία μορφή ψυχοπαθολογίας, είναι συχνότερος στον παιδικό πληθυσμό από ορισμένες ευρύτερα γνωστές διαταραχές όπως ο διαβήτης ή το σύνδρομο Down και εμφανίζεται νωρίς κατά τη βρεφική ηλικία. Το παιδί συχνά φαίνεται "διαφορετικό" από τη στιγμή της γέννησής του, δεν ανταποκρίνεται στους ανθρώπους, εστιάζει την προσοχή του σε ένα αντικείμενο για πολύ ώρα, και στις περισσότερες περιπτώσεις η ανάπτυξη δεν είναι φυσιολογική.


Ο αυτισμός διαρκεί καθ' όλη τη διάρκεια ζωής του ατόμου και είναι συνήθως παρόν από τη γέννηση του παιδιού. Στο πλαίσιο αυτής της διαταραχής επηρεάζει όλους τους τομείς της αλληλεπίδρασης του παιδιού με το περιβάλλον του και συνήθως οδηγεί σε απομόνωση και σε αποτυχία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Τα αυτιστικά παιδιά δείχνουν να δημιουργούν έναν ''δικό τους'' κόσμο μέσα στον οποίο απομονώνονται και δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή άλλων ανθρώπων, παρεμβάσεις ή αλλαγές. Συνηθίζουν να μένουν και να προτιμούν να μένουν μόνα τους και να ασχολούνται με διάφορα αντικείμενα.


Ωστόσο, υπάρχει ποικιλία ως προς τη μορφή των συμπτωμάτων, το συνδυασμό δυσκολιών και το βαθμό βαρύτητας. Επομένως τα αυτιστικά άτομα, αφενός διαφέρουν σημαντικά από τη φυσιολογική λειτουργία αφετέρου, διαφέρουν και μεταξύ τους. Πολλές φορές, ο αυτισμός συνυπάρχει με κάποιο βαθμό νοητικής ανεπάρκειας ενώ σε κάποια παιδιά το νοητικό δυναμικό παραμένει στα όρια του φυσιολογικού ή κοντά σε αυτό. Κατά γενική ομολογία παρουσιάζουν γνωσιακές, ψυχολογικές και συμπεριφοριστικές αποκλίσεις.


Ορισμένες από τις αποκλίσεις της ανάπτυξης αφορούν τη γλωσσική ανάπτυξη, η οποία εξελίσσεται πολύ αργά και κάποιες φορές δεν αναπτύσσεται καθόλου. Όταν η γλώσσα αναπτύσσεται, η γλωσσική έκφραση παίρνει συνήθως παράδοξες μορφές ή γίνεται ασυνήθιστη χρήση λέξεων που δε σχετίζονται με την τυπική τους χρήση. Ακόμα και τα παιδιά που μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα για να επικοινωνήσουν, μπορεί να χρησιμοποιούν ασυνήθιστες παρομοιώσεις ή να μιλούν με μονότονο χρωματισμό στη φωνή. Οι δυσκολίες στην ανάπτυξη του λόγου συχνά προκύπτουν από το σημαντικό έλλειμμα που παρουσιάζουν τα παιδιά στο φάσμα του αυτισμού στην ικανότητα της μίμησης των κινήσεων άλλων ανθρώπων.


Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, παρατηρείται ασυνήθιστη μορφή κοινωνικών σχέσεων. Αναλυτικότερα, το αυτιστικό παιδί συχνά αποφεύγει να κοιτάξει τον άλλο στα μάτια, αποφεύγει τη σωματική επαφή και φαίνεται να αποκόβεται από τον κόσμο γύρω του. Δεν φαίνεται να θέλει ή να ξέρει πως να παίζει με τα άλλα παιδιά. Η ικανότητά του να κάνει φιλίες είναι προβληματική και δείχνει ανικανότητα στην κατανόηση των συναισθημάτων και των απόψεων των άλλων ατόμων.


Επιπλέον, το παιδί με αυτισμό δείχνει ανακόλουθες μορφές αισθητηριακών αντιδράσεων. Κατά περιστάσεις δίνει την εντύπωση πως δεν ακούει και συχνά δεν μπορεί να αντιδράσει σε λέξεις και άλλους ήχους. Άλλες στιγμές, το ίδιο παιδί μπορεί να ενοχληθεί υπερβολικά από έναν καθημερινό θόρυβο, όπως ο θόρυβος μιας ηλεκτρικής σκούπας, το γαύγισμα ενός σκύλου ή το κλάμα ενός μωρού. Το παιδί μπορεί να παρουσιάζει ''αναισθησία'' στον πόνο και μια έλλειψη ανταπόκρισης στο κρύο ή στη ζέστη ή μια υπερβολική αντίδραση σε άλλα αισθητηριακά ερεθίσματα (απτικά, ακουστικά, γευστικά, κ.τ.λ.).


Το αυτιστικό άτομο μπορεί να έχει ιδιαίτερες ικανότητες σε κάποιους συγκεκριμένους τομείς. Μπορεί να διαθέτει ιδιαίτερη ικανότητα σε συγκεκριμένες λειτουργίες, σε σχέση με το γενικό επίπεδο λειτουργίας του (π.χ. ζωγραφική, μουσική, μαθηματικοί υπολογισμοί, απομνημόνευση γεγονότων). Περίπου 20%-30% των αυτιστικών ατόμων έχουν νοημοσύνη στον μέσο ή και πάνω από το μέσο όρο. Από την άλλη μεριά, η πλειοψηφία των παιδιών παρουσιάζουν διάφορους βαθμούς νοητικής καθυστέρησης. Αυτός ο συνδυασμός διανοητικών μειονεξιών και δυνατοτήτων κάνει τον αυτισμό ιδιαίτερα πολύπλοκο.


Ένα παιδί με αυτισμό μπορεί να παρουσιάζει επαναλαμβανόμενες σωματικές κινήσεις, όπως χειροκρότημα, περιστροφές ή κούνημα κορμού. Μερικά παιδιά μπορεί να μιλούν επίμονα και επανειλλημένα για το ίδιο θέμα. Επίσης, πιθανό είναι να έχει την ανάγκη να ακολουθεί την ίδια ρουτίνα ή το ίδιο πρόγραμμα κάθε μέρα κατά τις διάφορες δραστηριότητές του. Αν γίνουν αλλαγές στις συνήθειες, το παιδί μπορεί να αναστατώνεται πολύ και η αναστάτωση πολλές φορές προκαλεί έντονα διαταρακτικές συμπεριφορές όπως ξεσπάσματα οργής. Στις πιο σοβαρές περιπτώσεις, ένα άτομο με αυτισμό μπορεί να παρουσιάσει αυτοκαταστροφική συμπεριφορά. Αυτό οφείλεται στη δυσκολία του να κατανοήσει όσο συμβαίνουν γύρω του και να επικοινωνήσει.


Τα άτομα με αυτισμό χαρακτηρίζονται συχνά από υπερκινητική συμπεριφορά ή ασυνήθιστη παθητικότητα στις καθημερινές τους δραστηριότητες, καθώς επίσης και στις σχέσεις τους με τους γονείς τους, τα μέλη της οικογένειας και τα άλλα άτομα. Τα προβλήματα συμπεριφοράς εκδηλώνονται με τη μορφή ασυνήθιστης, επιθετικής και, σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμα και αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς. Αυτοί οι τρόποι συμπεριφοράς μπορεί να είναι επίμονοι και τυχόν αλλαγές γίνονται με εντατική και συστηματική παιδαγωγική παρέμβαση.


Η ανάπτυξη σύγχρονων παιδαγωγικών προγραμμάτων πρώιμης παρέμβασης υπόσχονται πολλά για τη βελτίωση και την εξέλιξη των παιδιών με αυτισμό με απώτερο στόχο την αυτόνομη διαβίωση και τις ευκαιρίες επαγγελματικής αποκατάστασης στην ενήλικη ζωή. Ο στόχος του κατάλληλου προγράμματος είναι -και οφείλει- να είναι εξατομικευμένος και να βασίζεται στις ιδιαιτερότητες και τις ικανότητες που το κάθε παιδί παρουσιάζει. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα πρέπει να χαρακτηρίζεται από αυστηρή και συγκεκριμένη δομή, ώστε να είναι προβλέψιμο για τα παιδιά, η παρέμβαση να επικεντρώνεται σε όλο το φάσμα των συμπεριφορών του παιδιού και οι δεξιότητες που αποκτώνται να διευρύνονται και στα υπόλοιπα πλαίσια που κινείται το παιδί, π.χ. σπίτι, σχολείο, κ.τ.λ. Τέλος, ο ρόλος του γονέα σε αυτή τη διαρκή προσπάθεια εκπαίδευσης των παιδιών με αυτισμό είναι ουσιαστικής σημασίας. Ο γονέας μαζί με τον ειδικό γίνεται ''συν-θεραπευτής'' του παιδιού του συμμετέχοντας ενεργά για την καλύτερη δυνατή προσαρμογή και πρόοδο του παιδιού στην προσπάθειά του να ενταχθεί και να επικοινωνήσει με το κόσμο γύρω του..

Σύνδρομο Asperger


Το σύνδρομο Asperger επηρεάζει κυρίως την ικανότητα επικοινωνίας και τις κοινωνικές σχέσεις του ατόμου. Περιλήφθηκε για πρώτη φορά σαν ξεχωριστό σύνδρομο το 1994 στο εγχειρίδιο της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας ως μια ήπια παραλλαγή αυτισμού.


Τα κύρια χαρακτηριστικά του συνδρόμου:
- Δυσκολία στην επικοινωνία.
- Ελλείμματα στην αμοιβαία κοινωνική συναλλαγή.
- Δυσκολία στη δημιουργία κοινωνικών σχέσεων.
- Περιορισμένο ρεπερτόριο ενδιαφερόντων.
- Επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες και κινήσεις.
- Μονότονος και σχολαστικός τρόπος ομιλίας.


Η διαταραχή αυτή διαφέρει από τον αυτισμό, γιατί δεν υφίσταται γενική καθυστέρηση ή επιβράδυνση στη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού ή την ανάπτυξη των γνωστικών του λειτουργιών. Συνήθως τα παιδιά με Asperger έχουν φυσιολογική και πάνω νοημοσύνη, έχουν φυσιολογική εξέλιξη λόγου, χρησιμοποιούν νωρίς τη γραμματική στο λόγο τους, έχουν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και κλίσεις, και με την κατάλληλη υποστήριξη προχωρούν αρκετά καλά στο σχολείο. Επιπλέον η ηλικία έναρξης του συνδρόμου εντοπίζεται αργότερα απ΄ ότι του αυτισμού, μεταξύ 5 και 8 ετών.

  • Δυσκολία στην κοινωνική επαφή

Τα άτομα με Asperger επιθυμούν την κοινωνική επαφή, αλλά δεν ξέρουν πώς να προσεγγίσουν τους άλλους. Συχνά προσεγγίζουν τους άλλους με περίεργο τρόπο γιατί δε γνωρίζουν τους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς. Δεν κατανοούν τη μη-λεκτική επικοινωνία (χειρονομίες, εκφράσεις πρoσώπου) και δεν μπορούν να μοιραστούν τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους. Η δυσκολία τους να δημιουργήσουν φιλίες είναι εμφανής. Χρειάζονται ιδιαίτερη διδασκαλία όσον αφορά στις κοινωνικές δεξιότητες που δεν τις αποκτούν μέσα από την εμπειρία.

  • Προβλήματα επικοινωνίας

Ενώ έχουν ευχέρεια στο λόγο (μιλούν με άνεση πριν τα 4 χρόνια), χρησιμοποιούν λέξεις που συχνά δεν ταιριάζουν στην περίσταση, δε δίνουν σημασία στις αντιδράσεις του συνομιλητή τους, μιλούν ακατάπαυστα χωρίς να τους ενδιαφέρει αν ο άλλος τους ακούει, δεν κατανοούν το χιούμορ και τον μεταφορικό λόγο και η φωνή τους έχει μονότονη χροιά χωρίς διακυμάνσεις. Έχουν δυσκολίες στο πραγματολογικό και στο σημασιολογικό επίπεδο της γλώσσας.

  • Aπουσία αφηρημένης σκέψης

Δυσκολεύονται στην κατανόηση αφηρημένων εννοιών με αποτέλεσμα να τους φαίνονται ακατανόητα σχολικά μαθήματα όπως η λογοτεχνία, τα θρησκευτικά και τα προβλήματα αριθμητικής. Δυσκολεύονται ιδιαίτερα να κάνουν υποθέσεις και δεν αναπτύσσουν κριτική σκέψη. Ο τρόπος σκέψης τους είναι «δύσκαμπτος».

  • Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα

Αναπτύσσουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ένα χόμπι ή συλλογή σε τέτοιο βαθμό που δεν τους αφήνει περιθώριο για άλλες ενασχολήσεις. Έχουν έντονη ενασχόληση με συγκεκριμένα πράγματα (π.χ.τρένα, χερούλια πόρτας, φίδια, συναγερμούς σπιτιών, μετεωρολογία, αστρονομία κλπ).

  • Έλλειψη προσαρμοστικότητας

Κάθε απρόσμενη αλλαγή στο καθημερινό πρόγραμμα τους δημιουργεί αναστάτωση. Αναπτύσσουν αισθήματα ανησυχίας και άγχους μπροστά σε κάθε καινούρια κατάσταση.

  • Αδεξιότητα

Είναι σύνηθες χαρακτηριστικό των παιδιών με Asperger να δυσκολεύονται σε δραστηριότητες που απαιτούν συντονισμένες κινήσεις (πχ. πέταγμα μπάλας, δέσιμο κορδονιών, ισορροπία, ποδήλατο, σκαρφάλωμα, γρήγορα αντανακλαστικά), ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με τα αυτιστικά παιδιά.

  • Προβλήματα στο σχολείο

Λόγω των δυσκολιών στην κοινωνική επαφή γίνονται αντικείμενο κοροϊδίας από τα άλλα παιδιά. Συνήθως παίζουν μόνα τους. Δυσκολεύονται ιδιαίτερα να ακολουθήσουν τους κοινωνικούς κανόνες του σχολείου και έχουν συχνά άγχος.


Αίτια
Μέχρι σήμερα δεν είναι γνωστά τα αίτια που προκαλούν το σύνδρομο Asperger, όπως φυσικά και τις υπόλοιπες διαταραχές αυτιστικού τύπου. Πρόκειται για νευρολογική διαταραχή αβέβαιης νοσολογικής εγκυρότητας. Ωστόσο το σύνδρομο συναντάται σε παιδιά με προγεννητικά και περιγεννητικά προβλήματα που ίσως προκαλούν βλάβες στα εγκεφαλικά κύτταρα.
Παρά τη γενικότερη παραδοχή ότι βιολογικοί/γενετικοί παράγοντες είναι υπεύθυνοι για τις διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές, οι τεχνικές απεικόνισης του εγκεφάλου δεν έχουν δείξει κοινά χαρακτηριστικά ή συγκεκριμένες αλλοιώσεις/βλάβες στους εγκεφαλικούς ιστούς των αυτιστικών ατόμων. Ένας πολύ μικρός αριθμός δομικών ανωμαλιών του εγκεφάλου ίσως να σχετίζεται με το σύνδρομο Asperger.

Μερικοί ερευνητές υποστηρίζουν την κληρονομική βάση του συνδρόμου, αλλά κι εδώ δεν υπάρχουν ισχυρές επιστημονικές αποδείξεις. Το μέλλον της έρευνας για την κατανόηση των διάχυτων αναπτυξιακών διαταραχών εστιάζεται στις τεχνικές απεικόνισης του εγκεφάλου σε συνδυασμό με νευροψυχολογική εκτίμηση διαφορετικών ομάδων που φέρουν χαρακτηριστικά αυτιστικού τύπου.

Διάγνωση
Η διάγνωση είναι μια εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία λόγω της ιδιαίτερης φύσης του συνδρόμου και των πολλών ομοιοτήτων με τον αυτισμό.
Τα διαγνωστικά κριτήρια για το σύνδρομο Asperger είναι:
- Ποιοτικά ελλείμματα στην αμοιβαία κοινωνική επαφή.
- Απουσία κοινωνικής και συναισθηματικής αμοιβαιότητας.
- Δυσκολία στη σύναψη φιλιών με συνομήλικους.
- Επαναλαμβανόμενες και στερεοτυπικές μορφές συμπεριφοράς.
- Περιορισμένο ρεπερτόριο ενδιαφερόντων.
- Απουσία κλινικά σημαντικής καθυστέρησης στο λόγο.
- Φυσιολογική για την ηλικία γνωστική ανάπτυξη, αυτοεξυπηρέτηση και περιέργεια εξερεύνησης.
- Πρακτική αδεξιότητα.

Η διάγνωση πρέπει να περιλαμβάνει πλήρες ιατρικό και αναπτυξιακό ιστορικό του παιδιού, χορήγηση ψυχομετρικών και νευροψυχολογικών δοκιμασιών (εκτίμηση νοημοσύνης, οπτικο-κινητικού συντονισμού, αδρής και λεπτής κινητικότητας), αξιολόγηση των επικοινωνιακών ικανοτήτων του παιδιού (με έμφαση στο περιεχόμενο των συζητήσεών του, στη μη-λεκτική επικοινωνία και στην ικανότητα κατανόησης του μεταφορικού λόγου), ψυχιατρική εξέταση για πιθανά συνοδά προβλήματα (εμμονές, υπερκινητικότητα, κατάθλιψη κλπ).

Εκπαίδευση
Ένα μεγάλο ποσοστό παιδιών με Asperger μπορούν να φοιτήσουν στο κανονικό σχολείο φτάνει να έχουν την κατάλληλη υποστήριξη και βοήθεια. Ακόμα χρειάζεται σχεδιασμός ατομικού εκπαιδευτικού προγράμματος για τους τομείς που υπολείπεται το παιδί, καθώς επίσης συνεργασία με τους γονείς που μπορούν να εξασκούν και στο σπίτι τις κοινωνικές δεξιότητες.

Τεχνικές διδασκαλίας για το σπίτι και το σχολείο
Μερικές χρήσιμες τεχνικές κυρίως για την τάξη αλλά και για το σπίτι είναι:

  • Προσπαθούμε να μην υπάρχουν μεγάλες αλλαγές της καθημερινής ρουτίνας του παιδιού, και να είναι όλες οι δραστηριότητες οργανωμένες, σταθερές και προβλέψιμες. Είναι απαραίτητο να προειδοποιούμε εκ των προτέρων το παιδί για πιθανές αλλαγές στο πρόγραμμά του.
  • Φροντίζουμε οι κανόνες της τάξης να είναι απλοί, σαφείς, και κατανοητοί. Συχνά τα παιδιά με Asperger ερμηνεύουν τους κανόνες της τάξης με έναν απόλυτο τρόπο και τους ακολουθούν με τυφλή αφοσίωση. Γι αυτό το λόγο μπορούμε να διαφοροποιούμε τους κανόνες για να εξυπηρετούν τις ανάγκες των συγκεκριμένων παιδιών.
  • Διδάσκουμε στο παιδί τις βασικές αρχές μια συζήτησης (πώς ξεκινάμε μια συζήτηση, πώς ζητάμε το λόγο για να μιλήσουμε, πώς διακόπτουμε τον συνομιλητή μας και πώς αλλάζουμε το θέμα της συζήτησης).
  • Ενθαρρύνουμε τα ομαδικά παιχνίδια, επιβλέποντας διακριτικά το παιδί με Asperger και παρεμβαίνοντας όταν δυσκολεύεται να συμμετέχει στην ομάδα.
  • Ενσωματώνουμε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του παιδιού στο σχολικό πρόγραμμα.
  • Χρησιμοποιούμε όσο το δυνατόν συχνότερα οπτικά ερεθίσματα και βοηθήματα (εικόνες, διαγράμματα, εικονογραφημένα προγράμματα, κόμικς, λίστες κλπ) κατά τη διδασκαλία.
  • Προσπαθούμε το περιεχόμενο της διδασκαλίας μας να είναι συγκεκριμένο και σαφές.
  • Αποφεύγουμε το χιούμορ, τον μεταφορικό λόγο ή τις ιδιωματικές εκφράσεις. Αφηρημένες λέξεις και έννοιες τις κάνουμε όσο γίνεται πιο απλές και τις «αναλύουμε» σε απλούστερες έννοιες.
  • Χρησιμοποιούμε ιστορίες με κοινωνικό περιεχόμενο, μίμηση και παιχνίδια ρόλων για να διδάξουμε στο παιδί την κοινωνική συνδιαλλαγή και επικοινωνία.
  • Επιμένουμε ιδιαίτερα στην κατανόηση, γιατί συχνά τα παιδιά με Asperger μιλούν και διαβάζουν με μεγάλη ευχέρεια αλλά έχουν προβλήματα κατανόησης.
  • Επειδή το παιδί με Asperger ξεχνά τις καθημερινές του υποχρεώσεις, φροντίζουμε να έχουμε ένα τετράδιο επικοινωνίας με τους γονείς όπου γράφουμε μηνύματα και τις σχολικές εργασίες.
  • Ενθαρρύνουμε το παιδί με Asperger να ζητά βοήθεια από εμάς ή τα άλλα παιδιά όταν αντιμετωπίζει κάποια δυσκολία και δημιουργούμε ένα τέτοιο κλίμα στην τάξη που η «διαφορετικότητα» να είναι αποδεκτή. 
Οι εικόνες παρέχονται από το Pexels
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε